διαδικαιόω: Difference between revisions
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
(big3_11) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> tr. [[propugnar]], [[proponer abiertamente]] c. ac. de abstr. ἐκ τοῦ φανεροῦ διαδικαιούντων αὐτά Th.4.106, cf. D.C.40.62.2, 46.32.2, Hsch., διεδικαίου δὲ τὴν πράξιν οὐδείς Plb.38.2.14.<br /><b class="num">2</b> intr. [[salir en defensa de]], [[defender]] ὑπὲρ [[αὐτοῦ]] D.C.39.60.1. | |dgtxt=<b class="num">1</b> tr. [[propugnar]], [[proponer abiertamente]] c. ac. de abstr. ἐκ τοῦ φανεροῦ διαδικαιούντων αὐτά Th.4.106, cf. D.C.40.62.2, 46.32.2, Hsch., διεδικαίου δὲ τὴν πράξιν οὐδείς Plb.38.2.14.<br /><b class="num">2</b> intr. [[salir en defensa de]], [[defender]] ὑπὲρ [[αὐτοῦ]] D.C.39.60.1. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διαδῐκαιόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[θεωρώ]] και υπερασπίζομαι [[κάτι]] ως [[δίκαιο]], σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:08, 30 December 2018
English (LSJ)
A justify an action, Th.4.106; defend as matter of right, ὑπέρ τινος, D.C.39.60; defend a person's right, τὰ τοῦ Καίσαρος Id.40.62.
German (Pape)
[Seite 576] etwas als Recht vertheidigen, τί, Thuc. 4, 160 u. Sp.; τά τινος, ὑπέρ τινος, D. Cass. 40, 62. 39, 60, durchfechten, vertheidigen.
Greek (Liddell-Scott)
διαδῐκαιόω: θεωρῶ τι ὡς δίκαιον, Θουκ. 4. 106· ὑπερασπίζω τι ὡς δίκαιον, τι καὶ ὑπέρ τινος Δίων Κ. 40. 62., 39. 60.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. διεδικαίουν;
regarder comme juste, approuver.
Étymologie: διά, δίκαιος.
Spanish (DGE)
1 tr. propugnar, proponer abiertamente c. ac. de abstr. ἐκ τοῦ φανεροῦ διαδικαιούντων αὐτά Th.4.106, cf. D.C.40.62.2, 46.32.2, Hsch., διεδικαίου δὲ τὴν πράξιν οὐδείς Plb.38.2.14.
2 intr. salir en defensa de, defender ὑπὲρ αὐτοῦ D.C.39.60.1.
Greek Monotonic
διαδῐκαιόω: μέλ. -ώσω, θεωρώ και υπερασπίζομαι κάτι ως δίκαιο, σε Θουκ.