γναθμός: Difference between revisions
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
(8) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γναθμός]], ο (Α)<br />[[σαγόνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για παράλληλο τ. του [[γνάθος]] και απαντά στην [[ποίηση]]. Ανάγεται σε IE <i>gon∂dh</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ĝenu</i>- «[[πιγούνι]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>μος</i>, πιθ. αναλογικά [[προς]] τα [[λαιμός]], [[βρεχμός]], [[οφθαλμός]]]. | |mltxt=[[γναθμός]], ο (Α)<br />[[σαγόνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για παράλληλο τ. του [[γνάθος]] και απαντά στην [[ποίηση]]. Ανάγεται σε IE <i>gon∂dh</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ĝenu</i>- «[[πιγούνι]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>μος</i>, πιθ. αναλογικά [[προς]] τα [[λαιμός]], [[βρεχμός]], [[οφθαλμός]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γναθμός:''' ὁ, [[σαγόνι]], ποιητ. [[τύπος]] του [[γνάθος]], σε Όμηρ.· επίσης στον πληθ., σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., <i>γναθμοὶ φαρμάκων</i>, το «[[δάγκωμα]]» του δηλητηρίου, σε Ευρ.· για το <i>ἀλλοτρίοις γναθμοῖσι γελᾶν</i>, βλ. [[ἀλλότριος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:12, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A jaw, poet. form of sq., Il.17.617, al.: also in pl., Od. 18.29; γναθμοῖς ἀδήλοις φαρμάκων E.Med.1201; for ἀλλοτρίοις γναθμοῖσι γελᾶν, v. ἀλλότριος; also γναθμόν· τομώτατον καὶ αἱρετικώτατον, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
γναθμός: ὁ, ἡ σιαγών· ποιητ. τύπος τοῦ γνάθος, Ὅμ.· ὡσαύτως κατὰ πληθ., Ὀδ. Σ. 29· γναθμοῖς ἀδήλοις φαρμάκων Εὐρ. Μηδ. 1201· περὶ τοῦ ἀλλοτρίοις γναθμοῖσι γελᾶν, ἴδε ἐν λ. ἀλλότριος.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
mâchoire (poét. c. γνάθος).
English (Autenrieth)
jaw, cheek; for Od. 20.347, see ἀλλότριος.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 mandíbula τὸν βάλ' ὑπὸ γναθμοῖο καὶ οὔατος Il.13.671, παραστὰς γναθμὸν δεξιτερόν Il.16.405, en plu. γναθμοὶ δὲ τάνυσθεν Od.16.175, πάντας ὀδόντας γναθμῶν ἐξελάσαιμι Od.18.29
•fig. οἱ δ' ἤδη γναθμοῖσι γελώων ἀλλοτρίοισιν reían ya con mandíbulas ajenas, e.e. con risa forzada, Od.20.347.
2 el mandíbulas n. dado por los pescadores al esturión, Euthydemus SHell.455.
Greek Monolingual
γναθμός, ο (Α)
σαγόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παράλληλο τ. του γνάθος και απαντά στην ποίηση. Ανάγεται σε IE gon∂dh- < ĝenu- «πιγούνι» + επίθημα -μος, πιθ. αναλογικά προς τα λαιμός, βρεχμός, οφθαλμός].
Greek Monotonic
γναθμός: ὁ, σαγόνι, ποιητ. τύπος του γνάθος, σε Όμηρ.· επίσης στον πληθ., σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., γναθμοὶ φαρμάκων, το «δάγκωμα» του δηλητηρίου, σε Ευρ.· για το ἀλλοτρίοις γναθμοῖσι γελᾶν, βλ. ἀλλότριος.