διάπλοος: Difference between revisions
τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk
(big3_11) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> át. -πλους<br /><b class="num">I</b> [[que navega]] διάπλοον καθίστασαν ... πάντα ναυτικὸν λεών hicieron que toda la tropa marinera siguiera navegando</i> A.<i>Pers</i>.382.<br /><b class="num">II</b> subst. ὁ δ.<br /><b class="num">1</b> [[trayecto por mar]], [[travesía]], [[navegación]] [[βραχύς]] ἐστιν ὁ δ. Th.3.93, cf. 6.31, App.<i>Hisp</i>.19, τὸν διάπλουν αὐτῶν προκατέχοντας Plb.1.61.1, εἰς τὴν ἤπειρον D.S.3.21, cf. Str.3.1.8, τοῦ διάπλου τοῦ περὶ [[Ἄβυδον]] εἶρξαι App.<i>Syr</i>.28, cf. D.C.49.2.1, X.Eph.1.6.1, διάπλουν διήκειν Procop.<i>Pers</i>.1.19.18, ὁ Λειάνδροιο δ. <i>AP</i> 7.666 (Antip.Thess.).<br /><b class="num">2</b> concr. [[paso para la navegación]], [[bocana]] δ. δυοῖν νεοῖν paso para dos naves</i> Th.4.8, διάπλους ἐκ τῶν διωρύχων ... τεμόντες Pl.<i>Criti</i>.118e. | |dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> át. -πλους<br /><b class="num">I</b> [[que navega]] διάπλοον καθίστασαν ... πάντα ναυτικὸν λεών hicieron que toda la tropa marinera siguiera navegando</i> A.<i>Pers</i>.382.<br /><b class="num">II</b> subst. ὁ δ.<br /><b class="num">1</b> [[trayecto por mar]], [[travesía]], [[navegación]] [[βραχύς]] ἐστιν ὁ δ. Th.3.93, cf. 6.31, App.<i>Hisp</i>.19, τὸν διάπλουν αὐτῶν προκατέχοντας Plb.1.61.1, εἰς τὴν ἤπειρον D.S.3.21, cf. Str.3.1.8, τοῦ διάπλου τοῦ περὶ [[Ἄβυδον]] εἶρξαι App.<i>Syr</i>.28, cf. D.C.49.2.1, X.Eph.1.6.1, διάπλουν διήκειν Procop.<i>Pers</i>.1.19.18, ὁ Λειάνδροιο δ. <i>AP</i> 7.666 (Antip.Thess.).<br /><b class="num">2</b> concr. [[paso para la navegación]], [[bocana]] δ. δυοῖν νεοῖν paso para dos naves</i> Th.4.8, διάπλους ἐκ τῶν διωρύχων ... τεμόντες Pl.<i>Criti</i>.118e. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διάπλοος:''' -ον, συνηρ. -[[πλους]], <i>-ουν</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> ως επίθ., αυτός που πλέει εξακολουθητικά, αυτός που πλέει διαρκώς· διάπλουν καθίστασαν [[λεών]], τους διατήρησαν στα [[κουπιά]], τους ανάγκασαν να κωπηλατούν [[συνεχώς]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ., [[διάπλους]], <i>ὁ</i>, [[πέρασμα]], [[διάπλευση]], [[διάβαση]], <i>πρὸς τόπον</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[τόπος]] ή [[μέρος]] από το οποίο μπορεί να περάσει [[κάποιος]] πλέοντας, [[πέρασμα]]· <i>δυοῖννεοῖν</i>, για [[δύο]] παραπλέοντα πλοία, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, contr. διά-πλους, ουν, I Adj., sailing across or sailing continually, δ. καθίστασαν λεών they kept them at the oar, A. Pers.382. II as Subst., διάπλους, ὁ, a voyage across, passage, πρὸς τὸ Κήναιον Th.3.93; ἀπὸ τῆς οἰκείας Id.6.31. 2 room for sailing through, passage, δυοῖν νεοῖν for two ships abreast, Id.4.8. 3 cross-channel, Pl.Criti.118e.
Greek (Liddell-Scott)
διάπλοος: -ον, συνῃρ. -πλους, ουν. 1) ὡς ἐπίθ., διαπλέων, δ. καθίστασαν λεών, διετήρησαν εἰς τὴν κώπην, ἠνάγκασαν νὰ κωπηλατῶσι συνεχῶς. Αἰσχύλ. Πέρσ. 382. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., διάπλους, ὁ, διάπλευσις, διάβασις, πρὸς τόπον Θουκ. 9. 93, πρβλ. 6. 31. 2) τόπος ἢ μέρος κατάλληλον ὅπως περάσῃ τις πλέων, πέρασμα, δυοῖν νεοῖν, χωροῦν δύο πλοῖα κατὰ μέτωπον πλέοντα, ὁ αὐτ. 4. 8. 3) πορθμὸς ἢ πέρασμα διασταυροῦν ἕτερον, Πλάτ. Κριτί. 118Ε.
French (Bailly abrégé)
1οος, οον;
qui navigue à travers, qui navigue sans cesse.
Étymologie: διαπλέω.
2όου (ὁ) :
1 traversée, navigation;
2 passage pour des navires, chenal.
Étymologie: διαπλέω.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): át. -πλους
I que navega διάπλοον καθίστασαν ... πάντα ναυτικὸν λεών hicieron que toda la tropa marinera siguiera navegando A.Pers.382.
II subst. ὁ δ.
1 trayecto por mar, travesía, navegación βραχύς ἐστιν ὁ δ. Th.3.93, cf. 6.31, App.Hisp.19, τὸν διάπλουν αὐτῶν προκατέχοντας Plb.1.61.1, εἰς τὴν ἤπειρον D.S.3.21, cf. Str.3.1.8, τοῦ διάπλου τοῦ περὶ Ἄβυδον εἶρξαι App.Syr.28, cf. D.C.49.2.1, X.Eph.1.6.1, διάπλουν διήκειν Procop.Pers.1.19.18, ὁ Λειάνδροιο δ. AP 7.666 (Antip.Thess.).
2 concr. paso para la navegación, bocana δ. δυοῖν νεοῖν paso para dos naves Th.4.8, διάπλους ἐκ τῶν διωρύχων ... τεμόντες Pl.Criti.118e.
Greek Monotonic
διάπλοος: -ον, συνηρ. -πλους, -ουν·
I. 1. ως επίθ., αυτός που πλέει εξακολουθητικά, αυτός που πλέει διαρκώς· διάπλουν καθίστασαν λεών, τους διατήρησαν στα κουπιά, τους ανάγκασαν να κωπηλατούν συνεχώς, σε Αισχύλ.
II. 1. ως ουσ., διάπλους, ὁ, πέρασμα, διάπλευση, διάβαση, πρὸς τόπον, σε Θουκ.
2. τόπος ή μέρος από το οποίο μπορεί να περάσει κάποιος πλέοντας, πέρασμα· δυοῖννεοῖν, για δύο παραπλέοντα πλοία, στον ίδ.