δίστολος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source
(9)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δίστολος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «ἀδελφαὶ [[δίστολοι]]» — οι δύο αδελφές [[μαζί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στολος</i> <span style="color: red;"><</span> [[στόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[στέλλω]].
|mltxt=[[δίστολος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «ἀδελφαὶ [[δίστολοι]]» — οι δύο αδελφές [[μαζί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στολος</i> <span style="color: red;"><</span> [[στόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[στέλλω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δίστολος:''' -ον ([[στέλλω]]), [[ζευγαρωτός]], αυτός που βρίσκεται ανά ζεύγη, ανά [[δύο]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 22:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίστολος Medium diacritics: δίστολος Low diacritics: δίστολος Capitals: ΔΙΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: dístolos Transliteration B: distolos Transliteration C: distolos Beta Code: di/stolos

English (LSJ)

ον,

   A in pairs, two together, or simply, two, ἀδελφαί S.OC1055 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

δίστολος: -ον, ζευγαρωτός, ἀνὰ δύο ὁμοῦ, ἢ ἁπλῶς δύο, ἀδελφαὶ Σοφ. Ο. Κ. 1055 (ἔνθα ἴδε Elmsl.)· πρβλ. μονόστολος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui voyagent deux ensemble.
Étymologie: δίς, στέλλω.

Spanish (DGE)

-ον
que son una pareja, e.e. dos τὰς διστόλους ἀδμῆτας ἀδελφάς S.OC 1055.

Greek Monolingual

δίστολος, -ον (Α)
φρ. «ἀδελφαὶ δίστολοι» — οι δύο αδελφές μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + -στολος < στόλος < στέλλω.

Greek Monotonic

δίστολος: -ον (στέλλω), ζευγαρωτός, αυτός που βρίσκεται ανά ζεύγη, ανά δύο, σε Σοφ.