δίφροντις: Difference between revisions
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δίφροντις]], ο (Α)<br />[[δίγνωμος]], [[αμφίγνωμος]]. | |mltxt=[[δίφροντις]], ο (Α)<br />[[δίγνωμος]], [[αμφίγνωμος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δίφροντις:''' -ιδος, ὁ, ἡ, αυτός που διχάζεται στη [[σκέψη]], [[δίγνωμος]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ιδος, ὁ, ἡ,
A divided in mind, doubting, A.Ch.196.
German (Pape)
[Seite 645] ιδος, von doppelter Sorge gequält, zweifelhaft, Aesch. Ch. 194.
Greek (Liddell-Scott)
δίφροντις: -ιδος, ὁ, ἡ, διῃρημένος τὴν γνώμην, δίγνωμος, ἀμφιβάλλων, Αἰσχύλ. Χο. 196. διχομηνίαν ἦγεν Πλούτ. Δίωνι 23· καὶ διχομηνιαία (ἐνν. ἡμέρα), τὸ Λατ. Idus, Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ὁ, ἡ)
partagé entre deux préoccupations, irrésolu.
Étymologie: δίς, φρόντις.
Spanish (DGE)
-ιδος, ὁ
que tiene dobles pensamientos, que duda A.Ch.196.
Greek Monolingual
δίφροντις, ο (Α)
δίγνωμος, αμφίγνωμος.
Greek Monotonic
δίφροντις: -ιδος, ὁ, ἡ, αυτός που διχάζεται στη σκέψη, δίγνωμος, σε Αισχύλ.