δρέπτω: Difference between revisions
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
(big3_12) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [impf. δρέπτον Mosch.2.69]<br />en v. act. y med. [[coger]], [[recoger]], [[cortar]] flores, frutos κρόκου θυόεσσαν ἔθειραν Mosch.l.c., μελιχρῆς [[ἄνθος]] ὀπώρης Opp.<i>C</i>.2.38, cf. 253, τὸ μέλι <i>AP</i> 10.41.8 (Luc.)<br /><b class="num">•</b>c. gen. κομάρου τις ὁδοιπόρος ἢ τερεβίνθου δρεπτέσθω <i>AP</i> 9.282.4 (Antip.Thess.), cf. 16.231 (Anyt.)<br /><b class="num">•</b>fig. Ἤρινναν Μουσῶν ἄνθεα δρεπτομέναν <i>AP</i> 7.13.2 (Leon.), cf. 7.218.7 (Antip.Sid.), <i>Orac.Chald</i>.37.14. | |dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [impf. δρέπτον Mosch.2.69]<br />en v. act. y med. [[coger]], [[recoger]], [[cortar]] flores, frutos κρόκου θυόεσσαν ἔθειραν Mosch.l.c., μελιχρῆς [[ἄνθος]] ὀπώρης Opp.<i>C</i>.2.38, cf. 253, τὸ μέλι <i>AP</i> 10.41.8 (Luc.)<br /><b class="num">•</b>c. gen. κομάρου τις ὁδοιπόρος ἢ τερεβίνθου δρεπτέσθω <i>AP</i> 9.282.4 (Antip.Thess.), cf. 16.231 (Anyt.)<br /><b class="num">•</b>fig. Ἤρινναν Μουσῶν ἄνθεα δρεπτομέναν <i>AP</i> 7.13.2 (Leon.), cf. 7.218.7 (Antip.Sid.), <i>Orac.Chald</i>.37.14. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δρέπτω:''' ποιητ. αντί [[δρέπω]], [[κόβω]] και [[μαζεύω]], Επικ. παρατ. <i>δρέπτον</i>, σε Μόσχ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:16, 30 December 2018
English (LSJ)
poet. for sq.,
A pluck, Ep.impf. δρέπτον Mosch.2.69:—more freq. in Med., Opp.C.2.38, APl. 4.231 (Anyte), etc.
German (Pape)
[Seite 666] p. = δρέπω, Mosch. 2, 69. – Med., Opp. Cyn. 2, 38 Anyte 3 (Plan. 231) u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
δρέπτω: ποιητ. ἀντὶ δρέπω, κόπτω, ἰδίως ὅπως συλλέξω, Ἐπ. παρατ. δρέπτον, Μόσχ. 2. 69· συχνότερον ἐν τῷ μέσῳ, Ὀππ. Κ. 2. 38, Ἀνθ. Πλαν. 4. 231, κτλ.
French (Bailly abrégé)
c. δρέπω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [impf. δρέπτον Mosch.2.69]
en v. act. y med. coger, recoger, cortar flores, frutos κρόκου θυόεσσαν ἔθειραν Mosch.l.c., μελιχρῆς ἄνθος ὀπώρης Opp.C.2.38, cf. 253, τὸ μέλι AP 10.41.8 (Luc.)
•c. gen. κομάρου τις ὁδοιπόρος ἢ τερεβίνθου δρεπτέσθω AP 9.282.4 (Antip.Thess.), cf. 16.231 (Anyt.)
•fig. Ἤρινναν Μουσῶν ἄνθεα δρεπτομέναν AP 7.13.2 (Leon.), cf. 7.218.7 (Antip.Sid.), Orac.Chald.37.14.
Greek Monotonic
δρέπτω: ποιητ. αντί δρέπω, κόβω και μαζεύω, Επικ. παρατ. δρέπτον, σε Μόσχ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ανθ.