δραίνω: Difference between revisions

From LSJ

λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source
(9)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δραίνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[έτοιμος]], [[πρόθυμος]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> έχω [[δύναμη]], ισχύ.
|mltxt=[[δραίνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[έτοιμος]], [[πρόθυμος]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> έχω [[δύναμη]], ισχύ.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δραίνω:''' κατά [[πολύ]] όμοιο με το [[δρασείω]], είμαι [[έτοιμος]], [[πρόθυμος]] να κάνω [[κάτι]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 22:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δραίνω Medium diacritics: δραίνω Low diacritics: δραίνω Capitals: ΔΡΑΙΝΩ
Transliteration A: draínō Transliteration B: drainō Transliteration C: draino Beta Code: drai/nw

English (LSJ)

   A to be ready to do, Il.10.96.    II have strength, δ. μυἶ ὅσον Herod.1.15, cf. 2.95.

German (Pape)

[Seite 664] entst. aus δρανἰω, thun wollen, Homer einmal, Iliad. 10, 96, vgl. Apoll. Lex. Hom p. 60, 17.

Greek (Liddell-Scott)

δραίνω: κατὰ πολὺ ὅμοιον τῷ δρασείω, εἶμαι ἔτοιμος, πρόθυμος νὰ πράξω, Ἰλ. Κ. 96.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
vouloir faire une chose.
Étymologie: δράω.

English (Autenrieth)

(δράω): wish to act or do anything, Il. 10.96†.

Spanish (DGE)

1 estar dispuesto a hacer εἴ τι δραίνεις Il.10.96.
2 tener fuerza ἐγὼ δὲ δραίνω μυῖ' ὄσον tengo tanta fuerza como una mosca Herod.1.15, νῦν δείξετ' ἠ Κῶς κὠ Μέροψ κόσον δραίνει Herod.2.95.

• Etimología: Cf. 1 δράω.

Greek Monolingual

δραίνω (Α)
1. είμαι έτοιμος, πρόθυμος να κάνω κάτι
2. έχω δύναμη, ισχύ.

Greek Monotonic

δραίνω: κατά πολύ όμοιο με το δρασείω, είμαι έτοιμος, πρόθυμος να κάνω κάτι, σε Ομήρ. Ιλ.