δορίκρανος: Difference between revisions
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
(9) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δορίκρανος]], -ον (Α)<br />«δορικράνου λόγχης [[ἰσχύς]]» — η [[δύναμη]] της αιχμηρής λόγχης. | |mltxt=[[δορίκρανος]], -ον (Α)<br />«δορικράνου λόγχης [[ἰσχύς]]» — η [[δύναμη]] της αιχμηρής λόγχης. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δορίκρᾱνος:''' -ον ([[κάρα]]), αυτός που έχει [[λόγχη]] στην [[κορυφή]] του, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A spear-headed, λόγχη A.Pers. 148 (lyr., δορυκρ- cod. Med.).
Greek (Liddell-Scott)
δορίκρᾱνος: -ον, ὀ ἔχων κεφαλὴν λόγχης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 148.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à tête de lance.
Étymologie: δόρυ, κράνος.
Greek Monolingual
δορίκρανος, -ον (Α)
«δορικράνου λόγχης ἰσχύς» — η δύναμη της αιχμηρής λόγχης.
Greek Monotonic
δορίκρᾱνος: -ον (κάρα), αυτός που έχει λόγχη στην κορυφή του, σε Αισχύλ.