δροσόεις: Difference between revisions
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
(9) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δροσόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> [[δροσερός]], [[γεμάτος]] [[δροσιά]]<br /><b>2.</b> αυτός που σκορπίζει [[δροσιά]]<br /><b>3.</b> [[τρυφερός]], [[απαλός]], [[μαλακός]]. | |mltxt=[[δροσόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> [[δροσερός]], [[γεμάτος]] [[δροσιά]]<br /><b>2.</b> αυτός που σκορπίζει [[δροσιά]]<br /><b>3.</b> [[τρυφερός]], [[απαλός]], [[μαλακός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δροσόεις:''' -εσσα, -εν, = [[δροσερός]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:24, 30 December 2018
English (LSJ)
εσσα, εν,
A dewy, Sapph.Supp.24.12, etc.; πεδία A.R. 1.1282, cf. Coluth.343; shedding dew, Σελήνη Nonn.D.40.376; fresh, λουτρά E.Tr.833; χείλεα AP5.269 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 668] εσσα, εν, = δροσερός; λουτρά, Eur. Tr. 833; πεδία, Ap. Rh. 1, 1282; ῥόδα, Theocr. ep. 1, 1; auch übertr., χείλεα, zart, Paul. Sil. 17 (V, 270).
Greek (Liddell-Scott)
δροσόεις: εσσα, εν, ποιητ. ἀντὶ δροσερός, Εὐρ. Τρῳ. 833, κτλ.
Spanish (DGE)
-εσσα, -εν
1 cubierto de rocío δροσόεντας ὄχθοις ἴδην contemplar las riberas cubiertas de rocío Sapph.95.12, cf. 71.8, Simon.14.52.5, τὰ ῥόδα Theoc.Ep.1.1, πεδίον Colluth.343, Triph.154, νέφεα Orac.Sib.1.15, κάμπη Nic.Th.88, καρπός Nonn.D.3.141, fig. χείλεα ... δροσόεντα AP 5.270.7 (Paul.Sil.)
•fresco τὰ ... σὰ δροσόεντα λουτρά E.Tr.833.
2 que produce rocío, que cubre de rocío Σιμόεις Triph.316, Σελήνη Nonn.D.40.376.
Greek Monolingual
δροσόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. δροσερός, γεμάτος δροσιά
2. αυτός που σκορπίζει δροσιά
3. τρυφερός, απαλός, μαλακός.
Greek Monotonic
δροσόεις: -εσσα, -εν, = δροσερός, σε Ευρ.