δύσληπτος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed

Source
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δύσληπτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα συλλαμβάνεται, πιάνεται<br /><b>2.</b> [[δυσνόητος]] («δύσληπτα νοήματα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[τροφή]], φάρμακα) αυτός που δύσκολα λαμβάνεται, πίνεται ή τρώγεται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα δίνει [[λαβή]] (ἐδόκει... δύσληπτον ὑπὸ λειότητος» — δύσκολο να πιαστεί [[επειδή]] ήταν τόσο λείο)<br /><b>2.</b> [[δυσεξερεύνητος]], [[δυσεξιχνίαστος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[δύσληπτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα συλλαμβάνεται, πιάνεται<br /><b>2.</b> [[δυσνόητος]] («δύσληπτα νοήματα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[τροφή]], φάρμακα) αυτός που δύσκολα λαμβάνεται, πίνεται ή τρώγεται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα δίνει [[λαβή]] (ἐδόκει... δύσληπτον ὑπὸ λειότητος» — δύσκολο να πιαστεί [[επειδή]] ήταν τόσο λείο)<br /><b>2.</b> [[δυσεξερεύνητος]], [[δυσεξιχνίαστος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δύσληπτος:''' -ον ([[λαμβάνω]]), αυτός που δεν συλλαμβάνεται εύκολα, [[δυσνόητος]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 22:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσληπτος Medium diacritics: δύσληπτος Low diacritics: δύσληπτος Capitals: ΔΥΣΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: dýslēptos Transliteration B: dyslēptos Transliteration C: dysliptos Beta Code: du/slhptos

English (LSJ)

ον,

   A hard to take hold of, Sor.1.88; hard to catch, μοχθηρία Ph.2.366, cf. Luc.Anach.27; hard to comprehend, Str.13.4.12, A.D.Synt.225.28, Plu.2.17d.

German (Pape)

[Seite 683] schwer zu fassen, ὑπὸ λειότητος, Luc. gymn. 27; übertr., schwer zu begreifen, Plut. de aud. poet. 2 g. E., u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δύσληπτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ συλλάβῃ τις, Λουκ. Γυμν. 27· δυσκατάληπτος, δυσνόητος, Πλούτ. 2. 17D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 difficile à saisir;
2 fig. difficile à comprendre.
Étymologie: δυσ-, λαμβάνω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1difícil de agarrar τὸ κεφάλιον en la extracción de un feto muerto καὶ δ. ἐστιν διὰ τὴν περιφέρειαν Sor.4.5.131, αἱ μικραί (θηλαί) Sor.2.8.55, ὄχανον ... δ. ὑπὸ λειότητος Luc.Anach.27
difícil de capturar de enemigos, D.C.36.35.3
escurridizo de peces, Luc.Pisc.51.
2 fig. difícil de percibir μοχθηρία Ph.2.366, de las fronteras fluviales, Str.13.4.12, αἱ αἰτίαι Plb.36.17.12, τὸ ἀκατάλληλον A.D.Synt.225.27, ἀλήθεια Plu.2.17d, ἡ ... διαγωγὴ δ. τις οὖσα καὶ ἀηδὴς τῇ αἰσθήσει Gr.Nyss.V.Mos.99.24
difícil de comprender τὸ πρᾶγμα e.d., qué es lo sublime, Longin.6, ἡ δ' ἀπὸ τῶν στοιχείων ἔφοδος Plu.2.426f
difícil de saber ὁ περὶ ἀποδημίας τόπος Vett.Val.91.21.
II adv. -ως de forma difícil de comprender οὐ γὰρ ἀσαφῶς ἢ δ. ἔκκειται (la cuestión) no es oscura ni incomprensible Afric.Cest.1.17.50.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δύσληπτος, -ον)
1. αυτός που δύσκολα συλλαμβάνεται, πιάνεται
2. δυσνόητος («δύσληπτα νοήματα»)
νεοελλ.
(για τροφή, φάρμακα) αυτός που δύσκολα λαμβάνεται, πίνεται ή τρώγεται
αρχ.
1. αυτός που δύσκολα δίνει λαβή (ἐδόκει... δύσληπτον ὑπὸ λειότητος» — δύσκολο να πιαστεί επειδή ήταν τόσο λείο)
2. δυσεξερεύνητος, δυσεξιχνίαστος.

Greek Monotonic

δύσληπτος: -ον (λαμβάνω), αυτός που δεν συλλαμβάνεται εύκολα, δυσνόητος, σε Λουκ.