ἔγχουσα: Difference between revisions
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(big3_13) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=v. [[ἄγχουσα]]. | |dgtxt=v. [[ἄγχουσα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἔγχουσα:''' ἡ, το [[φυτό]] [[ἄγχουσα]], από τη [[ρίζα]] του οποίου παράγεται κόκκινη [[βαφή]], σε Ξεν. (άγν. προέλ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ, Att. for ἄγχουσα (q. v.), Ar.Lys.48, X.Oec.10.2.
German (Pape)
[Seite 714] ἡ, = ἄγχουσα, Xen. Oec. 10, 2 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγχουσα: ἡ, Ἀττ. ἀντὶ ἄγχουσα, φυτὸν ἐκ τῆς ῥίζης τοῦ ὁποίου ἐξάγεται ἐρυθρὰ βαφή, Ἀριστοφ. Λυσ. 48, Ξεν. Οἰκ. 10, 2.· ἄγχουσα, ἐν Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 7. 8, 3, διαφ. γραφ. ἐν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 3. Καθ’ Ἡσύχ. «ἄγχουσα· ῥίζα τις (ᾗ) παρειὰς ἐρυθραίνουσιν αἱ γυναῖκες».
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
att.
plante, c. ἄγχουσα.
Spanish (DGE)
v. ἄγχουσα.
Greek Monotonic
ἔγχουσα: ἡ, το φυτό ἄγχουσα, από τη ρίζα του οποίου παράγεται κόκκινη βαφή, σε Ξεν. (άγν. προέλ.).