ἐκτολυπεύω: Difference between revisions

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
(11)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκτολυπεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ξετυλίγω]] ένα [[κουβάρι]] μαλλιού ώς το [[τέλος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εκτελώ]], [[αποτελειώνω]], [[φέρω]] εις [[πέρας]] (α. «χαλεπὸν πόνον ἐκτολυπεύσας», <b>Ησίοδ.</b> β. «οὐδὲν καίριον ἐκτολυπεύσειν». <b>Αισχ.</b>).
|mltxt=[[ἐκτολυπεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ξετυλίγω]] ένα [[κουβάρι]] μαλλιού ώς το [[τέλος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εκτελώ]], [[αποτελειώνω]], [[φέρω]] εις [[πέρας]] (α. «χαλεπὸν πόνον ἐκτολυπεύσας», <b>Ησίοδ.</b> β. «οὐδὲν καίριον ἐκτολυπεύσειν». <b>Αισχ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκτολῠπεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ξετυλίγω]] [[κουβάρι]] μαλλιού· μεταφ., [[φέρνω]] εις [[πέρας]] εντελώς, [[ολοκληρώνω]], [[αποπερατώνω]], σε Ησίοδ., Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 22:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτολῠπεύω Medium diacritics: ἐκτολυπεύω Low diacritics: εκτολυπεύω Capitals: ΕΚΤΟΛΥΠΕΥΩ
Transliteration A: ektolypeúō Transliteration B: ektolypeuō Transliteration C: ektolypeyo Beta Code: e)ktolupeu/w

English (LSJ)

   A wind off a ball of wool: metaph., bring to an end, χαλεπὸν πόνον ἐκτολυπεύσας Hes.Sc.44; οὐδὲν . . καίριον ἐκτολυπεύς ειν A.Ag.1032 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 782] abwickeln, dah. vollenden, ganz zu Ende führen; πόνον Hes. Sc. 44; οὐδὲν καίριον Aesch. Ag. 1003.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτολῠπεύω: τελειώνω τολύπην μαλλίου, μεταφ., ἐκτελῶ, φέρω ἐντελῶς εἰς πέρας, χαλεπὸν πόνον ἐκτολυπεύσειν Ἡσ. Ἀσπ. 44· οὐδὲν... καίριον ἐκτολυπεύσειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1032.

French (Bailly abrégé)

dévider jusqu’au bout ; accomplir (une épreuve), acc..
Étymologie: ἐκ, τολυπεύω.

Greek Monolingual

ἐκτολυπεύω (Α)
1. ξετυλίγω ένα κουβάρι μαλλιού ώς το τέλος
2. μτφ. εκτελώ, αποτελειώνω, φέρω εις πέρας (α. «χαλεπὸν πόνον ἐκτολυπεύσας», Ησίοδ. β. «οὐδὲν καίριον ἐκτολυπεύσειν». Αισχ.).

Greek Monotonic

ἐκτολῠπεύω: μέλ. -σω, ξετυλίγω κουβάρι μαλλιού· μεταφ., φέρνω εις πέρας εντελώς, ολοκληρώνω, αποπερατώνω, σε Ησίοδ., Αισχύλ.