ἐναραρίσκω: Difference between revisions
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐναραρίσκω]] (Α)<br />[[εναρμόζω]], [[προσαρτώ]], [[προσαρμόζω]] («[[στειλειόν]]... εὖ ἐναρηρός» — [[στειλιάρι]] καλά προσαρμοσμένο, Όμ.). | |mltxt=[[ἐναραρίσκω]] (Α)<br />[[εναρμόζω]], [[προσαρτώ]], [[προσαρμόζω]] («[[στειλειόν]]... εὖ ἐναρηρός» — [[στειλιάρι]] καλά προσαρμοσμένο, Όμ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐνᾰρᾰρίσκω:''' αόρ. αʹ <i>ἐνῆρσα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[προσαρμόζω]] ή [[στερεώνω]], [[συναρμολογώ]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἐνάρηρα</i>, αμτβ., είμαι προσαρμοσμένος σε, στο ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 30 December 2018
English (LSJ)
aor. 1 ἐνῆρσα,
A fit or fasten in, ἐν δὲ σταθμοὺς ἄρσε Od. 21.45. II pf. ἐνάρηρα, intr., to be fitted in, εὖ ἐναρηρός 5.236; οὐρανῷ εὖ ἐνάρηρεν ἀλάλματα Arat.453.
German (Pape)
[Seite 829] einfügen; ἐνῆρσεν Suid.; εὖ ἐναρηρός Od. 5, 236, wohl eingefügt; Arat. 453 πάντα οὐρανῷ εὖ ἐνάρηρεν, in tmesi Od. 21, 45 ἐν δὲ σταθμοὺς ἄρσε.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναραρίσκω: ἀόρ. α΄ ἐνῆρσα˙ προσαρμόζω ἢ στερεώνω ἐντός, ἐν δὲ σταθμοὺς ἄρσε Ὀδ. Φ. 45. ΙΙ. πρκμ. β΄ ἐνάρηρα, ἀμεταβ., εἶμαι ἐνηρμοσμένος, εὖ ἐναρηρὸς Ὀδ. Ε. 236· γ΄ ἑνικ., Ἄρατ. 453.
French (Bailly abrégé)
seul. pf. 3ᵉ sg. ἐνάρηρεν;
être attaché à ; part. neutre ἐναρηρός solidement attaché à, τινι.
Étymologie: ἐν, ἀραρίσκω.
Spanish (DGE)
(ἐνᾰραρίσκω)
afianzar, fijar ἐν δὲ σταθμοὺς ἄρσε y fijó las jambas para construir una puerta Od.21.45
•perf. estar ajustado, sujeto (στειλειόν) εὖ ἐναρηρός mango del hacha bien ajustado, Od.5.236, c. dat. οὐρανῷ εὖ ἐνάρηρεν ἀγάλματα νυκτὸς ἰούσης están sujetas en el cielo como adornos de la noche que se desliza las constelaciones, Arat.453.
Greek Monolingual
ἐναραρίσκω (Α)
εναρμόζω, προσαρτώ, προσαρμόζω («στειλειόν... εὖ ἐναρηρός» — στειλιάρι καλά προσαρμοσμένο, Όμ.).
Greek Monotonic
ἐνᾰρᾰρίσκω: αόρ. αʹ ἐνῆρσα·
I. προσαρμόζω ή στερεώνω, συναρμολογώ, σε Ομήρ. Οδ.
II. ἐνάρηρα, αμτβ., είμαι προσαρμοσμένος σε, στο ίδ.