ἔναλος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
(11)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔναλος]], -ον (Α)<br />[[ενάλιος]], [[θαλάσσιος]], [[θαλασσινός]].
|mltxt=[[ἔναλος]], -ον (Α)<br />[[ενάλιος]], [[θαλάσσιος]], [[θαλασσινός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔνᾰλος:''' -ον, = [[ἐνάλιος]], σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 22:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνᾰλος Medium diacritics: ἔναλος Low diacritics: έναλος Capitals: ΕΝΑΛΟΣ
Transliteration A: énalos Transliteration B: enalos Transliteration C: enalos Beta Code: e)/nalos

English (LSJ)

ον,

   A = ἐνάλιος, πόλις h.Ap.180, Critias Fr.2.7 D.; ἀκταί E. Hel.1130 (lyr.), Tim.Pers.109; πρῷραι E.El.1348 (anap.); ἔ. θρέμματα Arion 1.9; in later Prose, κώπη, opp. ἔξαλος, S.E.M.7.414.

German (Pape)

[Seite 826] = ἐνάλιος; H. h. Ap. 180; Eur. Hel. 1130 El. 1348; πόρος Archestr. Ath. VII, 278 d; Plut. τόποι, Arat. 50; κώπη Sext. Emp. adv. math. 7, 414, Ggstz ἔξαλος.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνᾰλος: -ον, = ἐνάλιος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 180 Εὐρ. Ἑλ. 1130, Ἠλ. 1348, Κριτίας παρ’ Ἀθην. 28Β˙ ἔναλα θρέμματα Ἀρίων ἐν Bgk. Λυρ. σ. 587.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἐνάλιος.

English (Slater)

ἔναλος
   1 of the sea πολλοῖς μὲν ἐνάλου, ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις (expectes ἐνναλίου) ?fr. 357.

Spanish (DGE)

(ἔνᾰλος) -ον
1 que está al borde del mar, marítimo Μίλητος ἔ. πόλις h.Ap.180, Critias Eleg.1.6, ἀκταί E.Hel.1130, Tim.15.98, χερσαῖοι, ... ἔναλοι τόποι Plu.Arat.50.
2 marino, que está en el mar, del mar ἄγρα Pi.Fr.357, πρῷραι E.El.1348, δελφῖνες, ἔναλα θρέμματα Lyr.Adesp.21.9, κέλευθοι Lyr.Alex.Adesp.SHell.992.2, ἔξαλος καὶ ἔ. κώπη el remo que está fuera y dentro del mar al remar, S.E.M.7.414, cf. E.Andr.855
neutr. subst. τὰ ἔ. animales marinos Plu.2.966b, 975c.

Greek Monolingual

ἔναλος, -ον (Α)
ενάλιος, θαλάσσιος, θαλασσινός.

Greek Monotonic

ἔνᾰλος: -ον, = ἐνάλιος, σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ.