ἐξαυγής: Difference between revisions
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(12) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐξαυγής]], -ές (Α) [[αυγή]]<br />[[λαμπερός]], [[κατάλευκος]] («πώλων... χιόνος ἐξαυγενεστέρων», <b>Ευρ.</b>). | |mltxt=[[ἐξαυγής]], -ές (Α) [[αυγή]]<br />[[λαμπερός]], [[κατάλευκος]] («πώλων... χιόνος ἐξαυγενεστέρων», <b>Ευρ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐξαυγής:''' -ές ([[αὐγή]]), αυτός που λάμπει από [[λευκότητα]], [[ολόλευκος]], [[πάλλευκος]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ές, (αὐγή)
A dazzling white, in Comp., χιόνος E.Rh.304.
German (Pape)
[Seite 874] ές, hell glänzend; πώλων χιόνος ἐξαυγεστέρων Eur. Rhes. 304.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαυγής: -ές, (αὐγὴ) λάμπων ἐκ λευκότητος, κατάλευκος, πώλων... χιόνος ἐξαυγεστέρων Εὐρ. Ρῆσ. 304.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
éclatant.
Étymologie: ἐξ, αὐγή.
Spanish (DGE)
-ές
brillante, resplandeciente πῶλοι ... χιόνος ἐξαυγέστεροι E.Rh.304.
Greek Monolingual
ἐξαυγής, -ές (Α) αυγή
λαμπερός, κατάλευκος («πώλων... χιόνος ἐξαυγενεστέρων», Ευρ.).
Greek Monotonic
ἐξαυγής: -ές (αὐγή), αυτός που λάμπει από λευκότητα, ολόλευκος, πάλλευκος, σε Ευρ.