ἐνομιλέω: Difference between revisions
(big3_15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">I</b> pres. y aor.<br /><b class="num">1</b> c. suj. y dat. de pers. [[tener trato]], [[relacionarse]] προσποιητῶς ὑμῖν ἐνωμίλησα D.C.43.15.5, cf. Cyr.Al.<i>Luc</i>.1.132.15, ref. a rel. sex. ταῖς τῶν ἀνθρώπων ... ἐνομιλήσαντες θυγατράσιν Meth.<i>Res</i>.1.37, de las Amazonas ἀνδράσι μὲν δὴ ἐνομιλεῖν οὐ παρέχειν σφας Philostr.<i>Her</i>.75.19<br /><b class="num">•</b>fig. c. suj. y dat. abstr. [[armonizar]], [[congeniar]], [[acomodarse]] ἡδονὴ δὲ προτέραις ... ἐνομιλεῖ ταῖς αἰσθήσεσι Ph.1.40, tb. c. suj. de pers. πάσαις οὖν ταῖς εἰρημέναις δυνάμεσιν ὁ ἀσκητὴς ἐνομιλεῖ Ph.1.523, τὰ λαμπρὰ ἐκεῖνα, οἷς ποτε ἐνωμίλησα Ph.2.541, cf. Cyr.Al.M.76.1001B.<br /><b class="num">2</b> c. dat. de lugar [[residir]] μὴ ... νενομίσθαι τοὺς ξένους ἐνομιλεῖν τῇ πόλει Philostr.<i>VA</i> 2.23, cf. 6.20, Ἔρως ... οὐρανῷ ... ἐνωμίλει Him.10.9.<br /><b class="num">3</b> [[prenderse]], [[engancharse]] fig. τοῖς Ἰησοῦ δικτύοις Bas.Sel.<i>Or</i>.M.85.337A.<br /><b class="num">II</b> en perf.<br /><b class="num">1</b> [[estar habituado a o familiarizado con]], [[estar hecho a]] τοῖς δὲ ἀνθρωπείοις ... μάλιστ' ἐνωμιληκώς Ph.1.363, πολλὰ τοῖς Πάρθων ἤθεσιν ἐνωμιληκώς Plu.<i>Ant</i>.41, Ἐπιμενίδην ... πράγμασιν ἐνωμιληκότα πολιτικοῖς Plu.2.784b, τῇ ἀληθείᾳ Didym.<i>in Ps.cat</i>.887.<br /><b class="num">2</b> en v. med., c. suj. abstr. [[serle familiar a uno]] ἐκ παιδίων ἐνωμιλημένας ἔχομεν δόξας Polystr.<i>Contempt</i>.32.24. | |dgtxt=<b class="num">I</b> pres. y aor.<br /><b class="num">1</b> c. suj. y dat. de pers. [[tener trato]], [[relacionarse]] προσποιητῶς ὑμῖν ἐνωμίλησα D.C.43.15.5, cf. Cyr.Al.<i>Luc</i>.1.132.15, ref. a rel. sex. ταῖς τῶν ἀνθρώπων ... ἐνομιλήσαντες θυγατράσιν Meth.<i>Res</i>.1.37, de las Amazonas ἀνδράσι μὲν δὴ ἐνομιλεῖν οὐ παρέχειν σφας Philostr.<i>Her</i>.75.19<br /><b class="num">•</b>fig. c. suj. y dat. abstr. [[armonizar]], [[congeniar]], [[acomodarse]] ἡδονὴ δὲ προτέραις ... ἐνομιλεῖ ταῖς αἰσθήσεσι Ph.1.40, tb. c. suj. de pers. πάσαις οὖν ταῖς εἰρημέναις δυνάμεσιν ὁ ἀσκητὴς ἐνομιλεῖ Ph.1.523, τὰ λαμπρὰ ἐκεῖνα, οἷς ποτε ἐνωμίλησα Ph.2.541, cf. Cyr.Al.M.76.1001B.<br /><b class="num">2</b> c. dat. de lugar [[residir]] μὴ ... νενομίσθαι τοὺς ξένους ἐνομιλεῖν τῇ πόλει Philostr.<i>VA</i> 2.23, cf. 6.20, Ἔρως ... οὐρανῷ ... ἐνωμίλει Him.10.9.<br /><b class="num">3</b> [[prenderse]], [[engancharse]] fig. τοῖς Ἰησοῦ δικτύοις Bas.Sel.<i>Or</i>.M.85.337A.<br /><b class="num">II</b> en perf.<br /><b class="num">1</b> [[estar habituado a o familiarizado con]], [[estar hecho a]] τοῖς δὲ ἀνθρωπείοις ... μάλιστ' ἐνωμιληκώς Ph.1.363, πολλὰ τοῖς Πάρθων ἤθεσιν ἐνωμιληκώς Plu.<i>Ant</i>.41, Ἐπιμενίδην ... πράγμασιν ἐνωμιληκότα πολιτικοῖς Plu.2.784b, τῇ ἀληθείᾳ Didym.<i>in Ps.cat</i>.887.<br /><b class="num">2</b> en v. med., c. suj. abstr. [[serle familiar a uno]] ἐκ παιδίων ἐνωμιλημένας ἔχομεν δόξας Polystr.<i>Contempt</i>.32.24. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐνομῑλέω:''' = [[ὁμιλέω]] ἐν, [[έρχομαι]] σε [[γνωριμία]] με [[κάτι]], εξοικειώνομαι, με δοτ., σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:48, 30 December 2018
English (LSJ)
A = ὁμιλέω ἐν... D.C.43.15; τοῖς ἀνθρωπείοις καὶ φθαρτοῖς Ph.1.363, al. II to be well acquainted with, πολλὰ τοῖς Πάρθων ἤθεσιν ἐνωμιληκώς Plu.Ant.41. III Pass., to be made familiar, εὐθὺς ἐκ παιδίων -ημέναι δόξαι Polystr.p.32 W.
German (Pape)
[Seite 849] darin verkehren, Sp.; τῇ πόλει Philostr., τοῖς Πάρθων ἤθεσιν ἐνωμιληκώς Plut. Anton. 41, damit bekannt geworden.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνομιλέω: ὁμιλέω ἐν, Δίων Κ. 43. 15, κλ. ΙΙ. συναναστρέφομαι, λαμβάνω, πεῖραν, γνωρίζω, Πάρθων ἤθεσιν ἐνωμιληκὼς Πλουτ. Ἀντών. 41.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
se familiariser avec, τινι.
Étymologie: ἐν, ὁμιλέω.
Spanish (DGE)
I pres. y aor.
1 c. suj. y dat. de pers. tener trato, relacionarse προσποιητῶς ὑμῖν ἐνωμίλησα D.C.43.15.5, cf. Cyr.Al.Luc.1.132.15, ref. a rel. sex. ταῖς τῶν ἀνθρώπων ... ἐνομιλήσαντες θυγατράσιν Meth.Res.1.37, de las Amazonas ἀνδράσι μὲν δὴ ἐνομιλεῖν οὐ παρέχειν σφας Philostr.Her.75.19
•fig. c. suj. y dat. abstr. armonizar, congeniar, acomodarse ἡδονὴ δὲ προτέραις ... ἐνομιλεῖ ταῖς αἰσθήσεσι Ph.1.40, tb. c. suj. de pers. πάσαις οὖν ταῖς εἰρημέναις δυνάμεσιν ὁ ἀσκητὴς ἐνομιλεῖ Ph.1.523, τὰ λαμπρὰ ἐκεῖνα, οἷς ποτε ἐνωμίλησα Ph.2.541, cf. Cyr.Al.M.76.1001B.
2 c. dat. de lugar residir μὴ ... νενομίσθαι τοὺς ξένους ἐνομιλεῖν τῇ πόλει Philostr.VA 2.23, cf. 6.20, Ἔρως ... οὐρανῷ ... ἐνωμίλει Him.10.9.
3 prenderse, engancharse fig. τοῖς Ἰησοῦ δικτύοις Bas.Sel.Or.M.85.337A.
II en perf.
1 estar habituado a o familiarizado con, estar hecho a τοῖς δὲ ἀνθρωπείοις ... μάλιστ' ἐνωμιληκώς Ph.1.363, πολλὰ τοῖς Πάρθων ἤθεσιν ἐνωμιληκώς Plu.Ant.41, Ἐπιμενίδην ... πράγμασιν ἐνωμιληκότα πολιτικοῖς Plu.2.784b, τῇ ἀληθείᾳ Didym.in Ps.cat.887.
2 en v. med., c. suj. abstr. serle familiar a uno ἐκ παιδίων ἐνωμιλημένας ἔχομεν δόξας Polystr.Contempt.32.24.
Greek Monotonic
ἐνομῑλέω: = ὁμιλέω ἐν, έρχομαι σε γνωριμία με κάτι, εξοικειώνομαι, με δοτ., σε Πλούτ.