ἐπαναχώρησις: Difference between revisions
From LSJ
(13) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπαναχώρησις]], η (Α) [[επαναχωρώ]]<br /><b>1.</b> [[επιστροφή]] («ἐγένετο δὲ καὶ ἐν Πεπαρήθῳ κύματος ἐπαναχώρησίς τις», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υποχώρηση]] («[[μετὰ]] δὲ τὴν ἐκ Σικελίας ἐπαναχώρησιν», <b>Διόδ.</b>). | |mltxt=[[ἐπαναχώρησις]], η (Α) [[επαναχωρώ]]<br /><b>1.</b> [[επιστροφή]] («ἐγένετο δὲ καὶ ἐν Πεπαρήθῳ κύματος ἐπαναχώρησίς τις», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υποχώρηση]] («[[μετὰ]] δὲ τὴν ἐκ Σικελίας ἐπαναχώρησιν», <b>Διόδ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπαναχώρησις:''' -εως, ἡ, [[επιστροφή]], σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:48, 30 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A return, κύματος Th.3.89; retreat, D.S.25.6.
German (Pape)
[Seite 901] ἡ, das Zurückweichen, Thuc. 3, 89.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαναχώρησις: -εως, ἡ, κύματος ἐπαναχώρησις, ἐπιστροφὴ ἐκ τῆς θαλάσσης κατὰ τῆς ξηρᾶς, ἐπίκλυσις, Θουκ. 3. 89· ὑποχώρησις, Διοδ. Ἀποσπ. 510. 31.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
reflux des vagues.
Étymologie: ἐπαναχωρέω.
Greek Monolingual
ἐπαναχώρησις, η (Α) επαναχωρώ
1. επιστροφή («ἐγένετο δὲ καὶ ἐν Πεπαρήθῳ κύματος ἐπαναχώρησίς τις», Θουκ.)
2. υποχώρηση («μετὰ δὲ τὴν ἐκ Σικελίας ἐπαναχώρησιν», Διόδ.).
Greek Monotonic
ἐπαναχώρησις: -εως, ἡ, επιστροφή, σε Θουκ.