ἐπεργασία: Difference between revisions
(13) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπεργασία]], η (Α) [[επεργάζομαι]]<br />παράνομη [[καλλιέργεια]] ξένης, και ειδικά [[ιερής]], γης («ἐπικαλοῡντες ἐπεργασίαν Μεγαρεῡσι τῆς γῆς τῆς ἱερᾱς», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[δικαίωμα]] αμοιβαίας καλλιέργειας σε ξένους αγρούς («ἐπιγαμίας δ' [[εἶναι]] καὶ ἐπεργασίας καὶ ἐπινομίας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[συζήτηση]]. | |mltxt=[[ἐπεργασία]], η (Α) [[επεργάζομαι]]<br />παράνομη [[καλλιέργεια]] ξένης, και ειδικά [[ιερής]], γης («ἐπικαλοῡντες ἐπεργασίαν Μεγαρεῡσι τῆς γῆς τῆς ἱερᾱς», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[δικαίωμα]] αμοιβαίας καλλιέργειας σε ξένους αγρούς («ἐπιγαμίας δ' [[εἶναι]] καὶ ἐπεργασίας καὶ ἐπινομίας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[συζήτηση]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπεργᾰσία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[καλλιέργεια]] ξένου αγρού, [[κατάληψη]], [[οικειοποίηση]] ιερού εδάφους, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[δικαίωμα]] αμοιβαίας καλλιέργειας αγρών [[μεταξύ]] διαφορετικών ιδιοκτητών, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A cultivation of another's land, encroachment upon sacred ground (cf. foreg. 1.2), τῆς γῆς τῆς ἱερᾶς Th.1.139, cf. Pl.Lg.843c. II right of mutual tillage in each other's territory, X.Cyr.3.2.23. III treatment, discussion, Steph.in Hp.1.107 D.
German (Pape)
[Seite 916] ἡ, 1) die widerrechtliche Bestellung eines im fremden Gebiete belegenen oder heiligen Ackers, τῆς ἱερᾶς γῆς ἐπεργασίαν Μεγαρεῦσιν ἐπικαλοῦντες Thuc. 1, 139; vgl. Plat. Legg. VIII, 843 c. – 2) das Recht der Bürger zweier Nachbarstaaten, auf beiden Gebieten Ländereien besitzen u. bestellen zu dürfen, καὶ ἐπιγαμία Xen. Cyr. 3, 2, 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεργᾰσία: ἡ, καλλιέργεια ξένων ἀγρῶν, κατάληψις ἱεροῦ ἐδάφους (πρβλ. ἐπεργάζομαι), τῆς γῆς τῆς ἱερᾶς Θουκ. 1. 139, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 843C. ΙΙ. τὸ δικαίωμα τοῦ ἀμοιβαίως καλλιεργεῖν καὶ καρποῦσθαι τοὺς ἀγροὺς ἀλλήλων, Ξεν. Κύρ. 3. 2, 23· πρβλ. ἐπιγαμία.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 action de cultiver le terrain d’autrui, empiètement;
2 droit, pour deux voisins, de cultiver réciproquement le domaine l’un de l’autre.
Étymologie: ἐπεργάζομαι.
Greek Monolingual
ἐπεργασία, η (Α) επεργάζομαι
παράνομη καλλιέργεια ξένης, και ειδικά ιερής, γης («ἐπικαλοῡντες ἐπεργασίαν Μεγαρεῡσι τῆς γῆς τῆς ἱερᾱς», Θουκ.)
2. το δικαίωμα αμοιβαίας καλλιέργειας σε ξένους αγρούς («ἐπιγαμίας δ' εἶναι καὶ ἐπεργασίας καὶ ἐπινομίας», Ξεν.)
3. συζήτηση.
Greek Monotonic
ἐπεργᾰσία: ἡ,
I. καλλιέργεια ξένου αγρού, κατάληψη, οικειοποίηση ιερού εδάφους, σε Θουκ.
II. δικαίωμα αμοιβαίας καλλιέργειας αγρών μεταξύ διαφορετικών ιδιοκτητών, σε Ξεν.