ἐνθερμαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520
(12)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἐνθερμαίνω]])<br /><b>1.</b> [[θερμαίνω]] υπερβολικά<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εμπνέω]] πόθο σε κάποιον («[[εἴπερ]] ἐντεθέρμανται πόθῳ», <b>Σοφ.</b>).
|mltxt=(Α [[ἐνθερμαίνω]])<br /><b>1.</b> [[θερμαίνω]] υπερβολικά<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εμπνέω]] πόθο σε κάποιον («[[εἴπερ]] ἐντεθέρμανται πόθῳ», <b>Σοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνθερμαίνω:''' [[θερμαίνω]], [[ζεσταίνω]], [[πυρώνω]] — Παθ., <i>ἐντεθέρμανται πόθῳ</i>, είναι θερμοί από [[πάθος]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 22:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνθερμαίνω Medium diacritics: ἐνθερμαίνω Low diacritics: ενθερμαίνω Capitals: ΕΝΘΕΡΜΑΙΝΩ
Transliteration A: enthermaínō Transliteration B: enthermainō Transliteration C: enthermaino Beta Code: e)nqermai/nw

English (LSJ)

   A heat, in Pass., ἐντεθέρμανται πόθῳ is heated by passion, S.Tr.368.

German (Pape)

[Seite 842] darin erwärmen, ἐντεθέρμανται πόθῳ, Soph. Tr. 367, von Liebesverlangen durchglüht.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνθερμαίνω: θερμαίνω: - Παθ., εἴπερ ἐντεθέρμανται πόθῳ, ἐὰν εἶναι ἔνθερμοι ἐκ πόθου, Σοφ. Τρ. 368: πρβλ. ἐνθάλπω.

French (Bailly abrégé)

seul. pf. Pass. 3ᵉ pl. ἐντεθέρμανται;
échauffer dans fig.
Étymologie: ἐν, θερμαίνω.

Greek Monolingual

ἐνθερμαίνω)
1. θερμαίνω υπερβολικά
2. μτφ. εμπνέω πόθο σε κάποιον («εἴπερ ἐντεθέρμανται πόθῳ», Σοφ.).

Greek Monotonic

ἐνθερμαίνω: θερμαίνω, ζεσταίνω, πυρώνω — Παθ., ἐντεθέρμανται πόθῳ, είναι θερμοί από πάθος, σε Σοφ.