ἐπιμηνίω: Difference between revisions

From LSJ

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make

Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18
(13)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐπιμηνιῶ, -άω (Μ)<br />[[επιμηνίω]].
|mltxt=ἐπιμηνιῶ, -άω (Μ)<br />[[επιμηνίω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιμηνίω:''' είμαι οργισμένος [[εναντίον]] κάποιου, <i>Πριάμῳ ἐπεμήνῐε</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 22:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμηνίω Medium diacritics: ἐπιμηνίω Low diacritics: επιμηνίω Capitals: ΕΠΙΜΗΝΙΩ
Transliteration A: epimēníō Transliteration B: epimēniō Transliteration C: epiminio Beta Code: e)pimhni/w

English (LSJ)

   A to be angry with, Πριάμῳ ἐπεμήνῐε δίῳ Il.13.460, cf. App. BC3.55; τινὶ τῶν γεγονότων Id.Mith.55.

German (Pape)

[Seite 963] zürnen auf, τινί, Il. 13, 460; τινί τι, auf Jemand wegen Etwas, App. Civ. 3, 55.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμηνίω: εἶμαι ὠργισμένος ἐναντίον τινός, Πριάμῳ ἐπεμήνϊε δίῳ Ἰλ. Ν. 460· τινί τι, πρός τινα ἕνεκά τινος, Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 55.

French (Bailly abrégé)

être irrité contre, τινι.
Étymologie: ἐπί, μηνίω.

English (Autenrieth)

only ipf., was at feud with, Il. 13.460†.

Greek Monolingual

ἐπιμηνίω (Α)
οργίζομαι εναντίον κάποιου («ἀεὶ γὰρ Πριάμῳ ἐπεμήνιε δίῳ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μηνίω «οργίζομαι» (< μήνις, «οργή»)].

Greek Monolingual

ἐπιμηνιῶ, -άω (Μ)
επιμηνίω.

Greek Monotonic

ἐπιμηνίω: είμαι οργισμένος εναντίον κάποιου, Πριάμῳ ἐπεμήνῐε, σε Ομήρ. Ιλ.