ἐπίπεμψις: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίπεμψις]], ἡ (Α) [[επιπέμπω]]<br /><b>1.</b> [[αποστολή]] σ’ έναν [[τόπο]] («δια τήν... ἐπί πολλὰ ἡμῶν αὐτῶν ἐπίπεμψιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επίσκεψη]].
|mltxt=[[ἐπίπεμψις]], ἡ (Α) [[επιπέμπω]]<br /><b>1.</b> [[αποστολή]] σ’ έναν [[τόπο]] («δια τήν... ἐπί πολλὰ ἡμῶν αὐτῶν ἐπίπεμψιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επίσκεψη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίπεμψις:''' -εως, ἡ, [[αποστολή]] σε κάποιο [[τόπο]], σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 22:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίπεμψις Medium diacritics: ἐπίπεμψις Low diacritics: επίπεμψις Capitals: ΕΠΙΠΕΜΨΙΣ
Transliteration A: epípempsis Transliteration B: epipempsis Transliteration C: epipempsis Beta Code: e)pi/pemyis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A a sending to a place, διὰ τὴν . . ἐπὶ πολλὰ ἡμῶν αὐτῶν ἐ. Th.2.39, cf. Luc.Phal.1.3.    2. visitation, Epicur.Ep.2. p.44 U. (pl.).

German (Pape)

[Seite 969] ἡ, das Hinschicken, Thuc. 2, 39 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίπεμψις: -εως, ἡ, ἡ εἴς τινα τόπον ἀποστολή, διὰ τήν... ἐπὶ πολλὰ ἡμῶν αὐτῶν ἐπ. Θουκ. 2. 39, πρβλ. Λουκ. Φαλ. Πρῶτ. 3, Διογ. Λ. 10. 100.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
envoi vers.
Étymologie: ἐπιπέμπω.

Greek Monolingual

ἐπίπεμψις, ἡ (Α) επιπέμπω
1. αποστολή σ’ έναν τόπο («δια τήν... ἐπί πολλὰ ἡμῶν αὐτῶν ἐπίπεμψιν», Θουκ.)
2. επίσκεψη.

Greek Monotonic

ἐπίπεμψις: -εως, ἡ, αποστολή σε κάποιο τόπο, σε Θουκ.