ἐπίπεμψις

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίπεμψις Medium diacritics: ἐπίπεμψις Low diacritics: επίπεμψις Capitals: ΕΠΙΠΕΜΨΙΣ
Transliteration A: epípempsis Transliteration B: epipempsis Transliteration C: epipempsis Beta Code: e)pi/pemyis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A a sending to a place, διὰ τὴν.. ἐπὶ πολλὰ ἡμῶν αὐτῶν ἐ. Th.2.39, cf. Luc.Phal.1.3.
2. visitation, Epicur.Ep.2. p.44 U. (pl.).

German (Pape)

[Seite 969] ἡ, das Hinschicken, Thuc. 2, 39 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
envoi vers.
Étymologie: ἐπιπέμπω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίπεμψις: εως ἡ посылка, отправление Thuc., Luc., Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίπεμψις: -εως, ἡ, ἡ εἴς τινα τόπον ἀποστολή, διὰ τήν... ἐπὶ πολλὰ ἡμῶν αὐτῶν ἐπ. Θουκ. 2. 39, πρβλ. Λουκ. Φαλ. Πρῶτ. 3, Διογ. Λ. 10. 100.

Greek Monolingual

ἐπίπεμψις, ἡ (Α) επιπέμπω
1. αποστολή σ’ έναν τόπο («δια τήν... ἐπί πολλὰ ἡμῶν αὐτῶν ἐπίπεμψιν», Θουκ.)
2. επίσκεψη.

Greek Monotonic

ἐπίπεμψις: -εως, ἡ, αποστολή σε κάποιο τόπο, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἐπίπεμψις, εως [from ἐπίπεμπω]
a sending to a place, Thuc.

Lexicon Thucydideum

missio (copiarum), dispatch (of troops), 2.39.3.