ἐπίπεμψις
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A a sending to a place, διὰ τὴν.. ἐπὶ πολλὰ ἡμῶν αὐτῶν ἐ. Th.2.39, cf. Luc.Phal.1.3.
2. visitation, Epicur.Ep.2. p.44 U. (pl.).
German (Pape)
[Seite 969] ἡ, das Hinschicken, Thuc. 2, 39 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
envoi vers.
Étymologie: ἐπιπέμπω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίπεμψις: εως ἡ посылка, отправление Thuc., Luc., Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίπεμψις: -εως, ἡ, ἡ εἴς τινα τόπον ἀποστολή, διὰ τήν... ἐπὶ πολλὰ ἡμῶν αὐτῶν ἐπ. Θουκ. 2. 39, πρβλ. Λουκ. Φαλ. Πρῶτ. 3, Διογ. Λ. 10. 100.
Greek Monolingual
ἐπίπεμψις, ἡ (Α) επιπέμπω
1. αποστολή σ’ έναν τόπο («δια τήν... ἐπί πολλὰ ἡμῶν αὐτῶν ἐπίπεμψιν», Θουκ.)
2. επίσκεψη.
Greek Monotonic
ἐπίπεμψις: -εως, ἡ, αποστολή σε κάποιο τόπο, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἐπίπεμψις, εως [from ἐπίπεμπω]
a sending to a place, Thuc.