ἐπιλήσμων: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιλήσμων]], -ον (AM)<br />αυτός που έχει την [[τάση]] να ξεχνά («δυσμαθέστερον ἀποβαίνειν καὶ ἐπιλησμονέστερον», <b>Ξεν.</b>)<br />(| <b>αρχ.</b> αυτός που φέρνει [[λησμονιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[λήσμων]] <span style="color: red;"><</span> <i>λάθ</i>-<i>μων</i> <span style="color: red;"><</span> αορ. θ. <i>λαθ</i>. του [[λανθάνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> αόρ. β’ <i>έ</i>-<i>λαθ</i>-<i>ον</i>) με <i>σ</i> αναλογικό [[κατά]] τα <i>κακο</i>-<i>χρήσμων</i>, <i>φιλο</i>-<i>παίσμων</i>].
|mltxt=[[ἐπιλήσμων]], -ον (AM)<br />αυτός που έχει την [[τάση]] να ξεχνά («δυσμαθέστερον ἀποβαίνειν καὶ ἐπιλησμονέστερον», <b>Ξεν.</b>)<br />(| <b>αρχ.</b> αυτός που φέρνει [[λησμονιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[λήσμων]] <span style="color: red;"><</span> <i>λάθ</i>-<i>μων</i> <span style="color: red;"><</span> αορ. θ. <i>λαθ</i>. του [[λανθάνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> αόρ. β’ <i>έ</i>-<i>λαθ</i>-<i>ον</i>) με <i>σ</i> αναλογικό [[κατά]] τα <i>κακο</i>-<i>χρήσμων</i>, <i>φιλο</i>-<i>παίσμων</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιλήσμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> (<i>ἐπιλήθομαι</i>), αυτός που συνηθίζει να ξεχνά, [[ξεχασιάρης]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., σε Ξεν., στον συγκρ. <i>ἐπιλησμονέστερος</i>, [[εκεί]] που ο Αριστοφ. παραδίδει το <i>ἐπιλησμότατος</i> (όπως αν προερχόταν από θετ. του [[ἐπίλησμος]]).
}}
}}

Revision as of 22:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιλήσμων Medium diacritics: ἐπιλήσμων Low diacritics: επιλήσμων Capitals: ΕΠΙΛΗΣΜΩΝ
Transliteration A: epilḗsmōn Transliteration B: epilēsmōn Transliteration C: epilismon Beta Code: e)pilh/smwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A apt to forget, forgetful, Cratin.154, Ar.Nu.129, al., Lys.12.87, Pl.R.486d, etc.: Comp. -έστερος X.Mem.4.8.8: c.gen.rei, Id.Ap.6: Sup.-έστατος Lys.34.2, Phalar.Ep.30: irreg. Sup. ἐπιλησμότατος (as if from ἐπίλησμος) Ar.Nu.790.    II. Act., causing forgetfulness, ἐ. ἐπῳδή Chio Ep.3.6.

German (Pape)

[Seite 958] ον, vergeßlich, Ar. Nubb. 129; Plat. Prot. 334 c; Lys. 12, 87 u. Folgde; c. gen., einer Sache nicht eingedenk, ὧν ἔμαθον ἐπιλησμονέστερον, das, was ich gelernt habe, weniger behalten habend, Xen. Apol. 6. – Auch = Vergessenheit bewirkend, ἐπῳδή Chion. ep. 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλήσμων: -ον, γεν. ονος, (ἐπιλήθομαι) ὡς καὶ νῦν, συνηθίζων νὰ λησμονῇ, «ξεχασιάρης», Κρατῖνος ἐν «Πανόπταις» 3, Ἀριστοφ. Νεφ. 129, 485, 629, Λυσίας 128. 15, Πλάτ., κλπ.· μετὰ γεν. πράγμ., Ξεν. Ἀπολ. 6, ἐν τῷ συγκρ. ἐπιλησμονέστερος, ἐνῷ ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 790 ὑπάρχει ἐπιλησμότατος (ὡς εἰ ἐκ θετικοῦ ἐπίλησμος). ΙΙ. ἐνεργ., προξενῶν ἐπιλησμοσύνην, ὥσπερ ἐπιλήσμονί τινι ἐπῳδῇ Χίων ἐν Ἐπιστ. 3.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui oublie, oublieux;
Cp. ἐπιλησμονέστερος.
Étymologie: ἐπιλανθάνω.

Greek Monolingual

ἐπιλήσμων, -ον (AM)
αυτός που έχει την τάση να ξεχνά («δυσμαθέστερον ἀποβαίνειν καὶ ἐπιλησμονέστερον», Ξεν.)
(

Greek Monotonic

ἐπιλήσμων: -ον, γεν. -ονος (ἐπιλήθομαι), αυτός που συνηθίζει να ξεχνά, ξεχασιάρης, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., σε Ξεν., στον συγκρ. ἐπιλησμονέστερος, εκεί που ο Αριστοφ. παραδίδει το ἐπιλησμότατος (όπως αν προερχόταν από θετ. του ἐπίλησμος).