ἐπίμομφος: Difference between revisions
(13) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπίμομφος]], -ον (Α) [[επιμέμφομαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[τάση]] να κατηγορεί<br /><b>2.</b> (για οιωνό) [[απαίσιος]]. | |mltxt=[[ἐπίμομφος]], -ον (Α) [[επιμέμφομαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[τάση]] να κατηγορεί<br /><b>2.</b> (για οιωνό) [[απαίσιος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπίμομφος:''' -ον ([[μέμφομαι]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει την [[τάση]] να κατηγορεί, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αξιόμεμπτος, [[δυσοίωνος]], [[άτυχος]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A inclined to blame, φίλοις E.Rh.327. II. blameable, unlucky, A.Ag. 553; ἐπίμομφον ἄταν dub.l., Id.Ch.830 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 964] tadelnswerth, περαίνων ἐπίμομφον ἄταν Aesch. Ch. 817, vgl. Ag. 539 τὰ μέν τις ἂν λέξειεν εὐπετῶς ἔχειν, τάδ' αὖτε ἐπίμ., d. i. ungünstig, womit man nicht zufrieden ist. – Aber ἐπίμομφος εἶ φίλοις, = ἐπιμέμφει, Eur. Rhes. 327.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίμομφος: -ον, ὁ ἐπιμεμφόμενος, ὁ ἀγαπῶν νὰ ἐπιμέμφεταί τινα, νὰ ψέγῃ, Εὐρ. Ρῆσ. 327. ΙΙ. ὡς τὸ ἐπιμεμφής, ἐπίμεμπτος, ἐπὶ οἰωνῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 553· ἐπίμομφον ἄταν ὁ αὐτ. ἐν Χο. 830.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
blâmable, regrettable.
Étymologie: ἐπιμέμφομαι.
Greek Monolingual
ἐπίμομφος, -ον (Α) επιμέμφομαι
1. αυτός που έχει την τάση να κατηγορεί
2. (για οιωνό) απαίσιος.
Greek Monotonic
ἐπίμομφος: -ον (μέμφομαι),·
I. αυτός που έχει την τάση να κατηγορεί, σε Ευρ.
II. αξιόμεμπτος, δυσοίωνος, άτυχος, σε Αισχύλ.