ἐποπίζομαι: Difference between revisions
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
(14) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐποπίζομαι]] (Α)<br />[[λογαριάζω]] με φόβο και σεβασμό («Διὸς δ’ ἐποπίζεο μῆνιν, μή πως τοι [[μετόπισθε]] κατεσσάμενος χαλεπήνῃ», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[οπίζω]] «[[φοβούμαι]], [[ντρέπομαι]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>όπις</i> «[[τιμωρία]], [[βοήθεια]]»)]. | |mltxt=[[ἐποπίζομαι]] (Α)<br />[[λογαριάζω]] με φόβο και σεβασμό («Διὸς δ’ ἐποπίζεο μῆνιν, μή πως τοι [[μετόπισθε]] κατεσσάμενος χαλεπήνῃ», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[οπίζω]] «[[φοβούμαι]], [[ντρέπομαι]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>όπις</i> «[[τιμωρία]], [[βοήθεια]]»)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐποπίζομαι:''' αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ., [[κοιτάζω]], αντικρίζω με [[δέος]], [[σέβομαι]], φέρομαι με σεβασμό, [[φοβάμαι]], σε Ομήρ. Οδ., Θέογν. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:56, 30 December 2018
English (LSJ)
only pres. and impf.,
A regard with awe, reverence, Διὸς δ' ἐποπίζεο μῆνιν Od.5.146, cf. h.Ven.290, Thgn.1297.
German (Pape)
[Seite 1008] scheuen, fürchten, Διὸς δ' ἐποπίζεο μῆνιν Od. 5, 146; H. Ven. 291.
Greek (Liddell-Scott)
ἐποπίζομαι: Ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., αἰδοῦμαι, φοβοῦμαι, Διὸς δ’ ἐποπίζεο μῆνιν Ὀδ. Ε. 146· θεῶν δ’ ἐποπίζεο μῆνιν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 291, Θέογν. 1297· ― τὸ ἐνεργ. ἐν Ὀρφ. Λιθ. 67 Ἕρμ.
French (Bailly abrégé)
révérer, craindre.
Étymologie: ἐπί, ὀπίζω.
English (Autenrieth)
(ὄπις): stand in awe of, reverence, Od. 5.146†.
Greek Monolingual
ἐποπίζομαι (Α)
λογαριάζω με φόβο και σεβασμό («Διὸς δ’ ἐποπίζεο μῆνιν, μή πως τοι μετόπισθε κατεσσάμενος χαλεπήνῃ», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. επί + οπίζω «φοβούμαι, ντρέπομαι» (< όπις «τιμωρία, βοήθεια»)].
Greek Monotonic
ἐποπίζομαι: αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ., κοιτάζω, αντικρίζω με δέος, σέβομαι, φέρομαι με σεβασμό, φοβάμαι, σε Ομήρ. Οδ., Θέογν.