ἐποπίζομαι
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
English (LSJ)
only pres. and impf., regard with awe, reverence, Διὸς δ' ἐποπίζεο μῆνιν Od.5.146, cf. h.Ven.290, Thgn.1297.
German (Pape)
[Seite 1008] scheuen, fürchten, Διὸς δ' ἐποπίζεο μῆνιν Od. 5, 146; H. Ven. 291.
French (Bailly abrégé)
révérer, craindre.
Étymologie: ἐπί, ὀπίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐποπίζομαι: со страхом взирать, страшиться: Διὸς ἐττοπίζεο μῆνιν Hom. побойся гнева Зевса.
Greek (Liddell-Scott)
ἐποπίζομαι: Ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., αἰδοῦμαι, φοβοῦμαι, Διὸς δ’ ἐποπίζεο μῆνιν Ὀδ. Ε. 146· θεῶν δ’ ἐποπίζεο μῆνιν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 291, Θέογν. 1297· ― τὸ ἐνεργ. ἐν Ὀρφ. Λιθ. 67 Ἕρμ.
English (Autenrieth)
(ὄπις): stand in awe of, reverence, Od. 5.146†.
Greek Monolingual
ἐποπίζομαι (Α)
λογαριάζω με φόβο και σεβασμό («Διὸς δ’ ἐποπίζεο μῆνιν, μή πως τοι μετόπισθε κατεσσάμενος χαλεπήνῃ», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. επί + οπίζω «φοβούμαι, ντρέπομαι» (< όπις «τιμωρία, βοήθεια»)].
Greek Monotonic
ἐποπίζομαι: αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ., κοιτάζω, αντικρίζω με δέος, σέβομαι, φέρομαι με σεβασμό, φοβάμαι, σε Ομήρ. Οδ., Θέογν.
Middle Liddell
only in pres. and imperf.]
Dep., to regard with awe, to reverence, Od., Theogn.