ἑπτακόσιοι: Difference between revisions
From LSJ
Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold
(14) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[εφτακόσιοι]], -ες, -α (Α [[ἑπτακόσιοι]], -αι, -α)<br />(απόλ. αριθμτ.) [[επτά]] εκατοντάδες<br /><b>νεοελλ.</b><br />το ουδ. σε [[χρήση]] [[αντί]] για το τακτικό [[επτακοσιοστός]] («το επτακόσια [[μετά]] Χριστόν» — το επτακοσιοστό [[έτος]] [[μετά]] τη [[γέννηση]] του Χριστού). | |mltxt=και [[εφτακόσιοι]], -ες, -α (Α [[ἑπτακόσιοι]], -αι, -α)<br />(απόλ. αριθμτ.) [[επτά]] εκατοντάδες<br /><b>νεοελλ.</b><br />το ουδ. σε [[χρήση]] [[αντί]] για το τακτικό [[επτακοσιοστός]] («το επτακόσια [[μετά]] Χριστόν» — το επτακοσιοστό [[έτος]] [[μετά]] τη [[γέννηση]] του Χριστού). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἑπτᾰκόσιοι:''' -ια, -α, [[εφτακόσιοι]], σε Ηρόδ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:56, 30 December 2018
English (LSJ)
αι, α,
A seven hundred, Hdt.2.140, etc.
German (Pape)
[Seite 1012] αι, α, siebenhundert, Her. 3, 91; Plat. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ἑπτᾰκόσιοι: -αι, -α, ὡς καὶ νῦν, Ἡρόδ. 2. 140, κλ.
French (Bailly abrégé)
αι, α;
sept cents.
Étymologie: ἑπτά, -κόσιοι.
Greek Monolingual
και εφτακόσιοι, -ες, -α (Α ἑπτακόσιοι, -αι, -α)
(απόλ. αριθμτ.) επτά εκατοντάδες
νεοελλ.
το ουδ. σε χρήση αντί για το τακτικό επτακοσιοστός («το επτακόσια μετά Χριστόν» — το επτακοσιοστό έτος μετά τη γέννηση του Χριστού).
Greek Monotonic
ἑπτᾰκόσιοι: -ια, -α, εφτακόσιοι, σε Ηρόδ. κ.λπ.