ἐπίρρυτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(13)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίρρυτος]], -ον (Α) [[επιρρέω]]<br /><b>1.</b> (για [[νερό]]) τρεχούμενο («ἐν τοῑς ἐπιρρύτοις καὶ ὀχετευομένοις [ὕδασι]», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> (για τροφές) αυτός που χύνεται στο [[σώμα]]<br /><b>3.</b> αυτός που προέρχεται, που πηγάζει από [[κάπου]]<br /><b>4.</b> [[άφθονος]] («καρπόν τε γαίας καὶ βοτῶν ἐπίρρυτον ἀστοῑσιν εὐθενοῡντα μὴ κάμνειν χρόνῳ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> αυτός που υπόκειται σε [[εισροή]] (αντίθ. του [[απόρρυτος]]) («τὰς τῆς ἀθανάτου περιόδους ἐνέδουν εἰς ἐπίρρυτον [[σῶμα]] καὶ ἀπόρρυτον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> (για πεδιάδες, αγρούς <b>κ.λπ.</b>) αυτός που διαρρέεται από νερά, που ποτίζεται («ἐντεῡθεν δὲ κατέβαινον εὶς [[πεδίον]] μέγα καὶ καλόν, ἐπίρρυτον», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπίρρυτον</i><br />[[ελαιοδοχείο]], ροΐ («ἀλείψασαν δρακτοῑς καὶ ἐπιρρύτοις», <b>επιγρ.</b>).
|mltxt=[[ἐπίρρυτος]], -ον (Α) [[επιρρέω]]<br /><b>1.</b> (για [[νερό]]) τρεχούμενο («ἐν τοῑς ἐπιρρύτοις καὶ ὀχετευομένοις [ὕδασι]», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> (για τροφές) αυτός που χύνεται στο [[σώμα]]<br /><b>3.</b> αυτός που προέρχεται, που πηγάζει από [[κάπου]]<br /><b>4.</b> [[άφθονος]] («καρπόν τε γαίας καὶ βοτῶν ἐπίρρυτον ἀστοῑσιν εὐθενοῡντα μὴ κάμνειν χρόνῳ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> αυτός που υπόκειται σε [[εισροή]] (αντίθ. του [[απόρρυτος]]) («τὰς τῆς ἀθανάτου περιόδους ἐνέδουν εἰς ἐπίρρυτον [[σῶμα]] καὶ ἀπόρρυτον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> (για πεδιάδες, αγρούς <b>κ.λπ.</b>) αυτός που διαρρέεται από νερά, που ποτίζεται («ἐντεῡθεν δὲ κατέβαινον εὶς [[πεδίον]] μέγα καὶ καλόν, ἐπίρρυτον», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπίρρυτον</i><br />[[ελαιοδοχείο]], ροΐ («ἀλείψασαν δρακτοῑς καὶ ἐπιρρύτοις», <b>επιγρ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίρρῠτος:''' -ον ([[ἐπιρρέω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ρέει μέσα ή προς [[κάτι]]· μεταφ., [[άφθονος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[ξέχειλος]], ποτιζόμενος, διαρρεόμενος, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 22:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίρρῠτος Medium diacritics: ἐπίρρυτος Low diacritics: επίρρυτος Capitals: ΕΠΙΡΡΥΤΟΣ
Transliteration A: epírrytos Transliteration B: epirrytos Transliteration C: epirrytos Beta Code: e)pi/rrutos

English (LSJ)

ον, (ἐπιρρέω)

   A running, ὕδατα Thphr.CP3.8.3, HP5.9.5; of food, infused into the body, τροφῆς νάματα ἐ. Pl.Ti.80d; of sight, infused from the sun, Id.R.508b; ψυχαί Ti.Locr.99e; ἡδοναὶ δι' αἰσθήσεων ἐπίρρυτοι Max. Tyr.31.7; ἐ. δύναμις, opp. σύμφυτος, Gal.1.319.    2. metaph., overflowing, abundant, καρπός A.Eu.907.    II. Pass., flowed into, subject to influx, opp. ἀπόρρυτος, Pl.Ti.43a.    2. overflowed, moist, πεδίον X.An.1.2.22.    III. as Subst., perh. oilvessel or pipe, ἀλείψασαν δρακτοῖς καὶ ἐπιρύτοις JRS16.90, cf. OGI479.10 note. ἐπιρρῠφέω, Ion. for -ρροφέω (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίρρῠτος: -ον, (ἐπιρρέω) ῥέων ἐντὸς ἢ πρός, ὕδωρ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 8, 3· ἐπὶ τροφῆς, ἐγχεόμενος, ἐγχυματιζόμενος εἰς τὸ σῶμα, Πλάτ. Τίμ. 80D· ἐπὶ ὁράσεως, πηγάζων ἐκ τοῦ ἡλίου, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 508Β, πρβλ. Τίμ. Λοκρ. 99D. 2) μεταφ., ἐπιρρέων, ἄφθονος, καρπὸς Αἰσχύλ. Εὐμ. 907· πρβλ. ἐπίσσυτος. ΙΙ. Παθ., ὁ ὑποκείμενος εἰς ἐπιρροήν, ἀντίθ. τῷ ἀπόρρυτος, Πλάτ. Τίμ 43Α. 2) καταβρεχόμενος, ποτιζόμενος ὑπὸ ὑδάτων, πεδίον μέγα καὶ καλόν, ἐπίρρυτον, περὶ τοῦ πεδίου τῆς Κιλικίας τοῦ διαρρεομένου ὑπὸ τῶν ποταμῶν Πυράμου, Κύδνου καὶ Ψάρου, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 22.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui coule par-dessus, qui déborde ; abondant;
2 arrosé.
Étymologie: ἐπιρρέω.

Greek Monolingual

ἐπίρρυτος, -ον (Α) επιρρέω
1. (για νερό) τρεχούμενο («ἐν τοῑς ἐπιρρύτοις καὶ ὀχετευομένοις [ὕδασι]», Θεόφρ.)
2. (ειδ.) (για τροφές) αυτός που χύνεται στο σώμα
3. αυτός που προέρχεται, που πηγάζει από κάπου
4. άφθονος («καρπόν τε γαίας καὶ βοτῶν ἐπίρρυτον ἀστοῑσιν εὐθενοῡντα μὴ κάμνειν χρόνῳ», Αισχύλ.)
5. παθ. αυτός που υπόκειται σε εισροή (αντίθ. του απόρρυτος) («τὰς τῆς ἀθανάτου περιόδους ἐνέδουν εἰς ἐπίρρυτον σῶμα καὶ ἀπόρρυτον», Πλάτ.)
6. (για πεδιάδες, αγρούς κ.λπ.) αυτός που διαρρέεται από νερά, που ποτίζεται («ἐντεῡθεν δὲ κατέβαινον εὶς πεδίον μέγα καὶ καλόν, ἐπίρρυτον», Ξεν.)
7. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίρρυτον
ελαιοδοχείο, ροΐ («ἀλείψασαν δρακτοῑς καὶ ἐπιρρύτοις», επιγρ.).

Greek Monotonic

ἐπίρρῠτος: -ον (ἐπιρρέω),
I. αυτός που ρέει μέσα ή προς κάτι· μεταφ., άφθονος, σε Αισχύλ.
II. Παθ., ξέχειλος, ποτιζόμενος, διαρρεόμενος, σε Ξεν.