ἐρωτοπλάνος: Difference between revisions
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(14) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἐρωτοπλάνος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρασύρει με ψεύτικες ερωτικές εκδηλώσεις<br /><b>2.</b> αυτός που παρασύρει σε ερωτική [[ακολασία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εξαπατά το ερωτικό [[πάθος]], που το κάνει να ξεχνιέται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έρως]], -<i>ωτος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πλάνος]] <span style="color: red;"><</span> [[πλανώ]]]. | |mltxt=-α, -ο (Α [[ἐρωτοπλάνος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρασύρει με ψεύτικες ερωτικές εκδηλώσεις<br /><b>2.</b> αυτός που παρασύρει σε ερωτική [[ακολασία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εξαπατά το ερωτικό [[πάθος]], που το κάνει να ξεχνιέται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έρως]], -<i>ωτος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πλάνος]] <span style="color: red;"><</span> [[πλανώ]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐρωτοπλάνος:''' [ᾰ], -ον, αυτός που αποσπά με [[απάτη]] τον έρωτα, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:00, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A beguiling love, φθόγγος AP7.195 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 1041] von der Liebe ableitend, die Liebe täuschend, φθόγγος, Mel. 112 (VII, 195).
Greek (Liddell-Scott)
ἐρωτοπλάνος: -ον, ὁ πλανῶν, ἐξαπατῶν τὸν ἔρωτα, φθόγγος Ἀνθ. Π. 7. 195.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui trompe l’amour.
Étymologie: ἔρως, πλάνη.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἐρωτοπλάνος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που παρασύρει με ψεύτικες ερωτικές εκδηλώσεις
2. αυτός που παρασύρει σε ερωτική ακολασία
αρχ.
αυτός που εξαπατά το ερωτικό πάθος, που το κάνει να ξεχνιέται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, -ωτος + -πλάνος < πλανώ].
Greek Monotonic
ἐρωτοπλάνος: [ᾰ], -ον, αυτός που αποσπά με απάτη τον έρωτα, σε Ανθ.