εὐάλφιτος: Difference between revisions
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(14) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐάλφιτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλό [[αλεύρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>άλφιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άλφιτον]] «πληγούρι»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λευκ</i>-<i>άλφιτος</i>, <i>πολυ</i>-<i>άλφιτος</i>]. | |mltxt=[[εὐάλφιτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλό [[αλεύρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>άλφιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άλφιτον]] «πληγούρι»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λευκ</i>-<i>άλφιτος</i>, <i>πολυ</i>-<i>άλφιτος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐάλφῐτος:''' -ον ([[ἄλφιτον]]), αυτός που είναι φτιαγμένος από καλό [[αλεύρι]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A of good meal, AP7.736 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 1056] φύστη Leon. Tar. 55 (VII, 736), von gutem Gerstenmehl.
Greek (Liddell-Scott)
εὐάλφῐτος: -ον, ἐκ καλοῦ ἀλεύρου, Ἀνθ. Π. 7. 736.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
préparé avec de la bonne farine.
Étymologie: εὖ, ἄλφιτον.
Greek Monolingual
εὐάλφιτος, -ον (Α)
αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλό αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -άλφιτος (< άλφιτον «πληγούρι»), πρβλ. λευκ-άλφιτος, πολυ-άλφιτος].
Greek Monotonic
εὐάλφῐτος: -ον (ἄλφιτον), αυτός που είναι φτιαγμένος από καλό αλεύρι, σε Ανθ.