ἐτητυμία: Difference between revisions

From LSJ

ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)

Source
(14)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐτητυμία]] και ποιητ. τ. ἐτητυμίη, ἡ (Α) [[ετήτυμος]]<br />[[αλήθεια]], [[γνησιότητα]].
|mltxt=[[ἐτητυμία]] και ποιητ. τ. ἐτητυμίη, ἡ (Α) [[ετήτυμος]]<br />[[αλήθεια]], [[γνησιότητα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐτητῠμία:''' ἡ, [[αλήθεια]], [[γνησιότητα]], [[αυθεντικότητα]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐτητῠμία Medium diacritics: ἐτητυμία Low diacritics: ετητυμία Capitals: ΕΤΗΤΥΜΙΑ
Transliteration A: etētymía Transliteration B: etētymia Transliteration C: etitymia Beta Code: e)thtumi/a

English (LSJ)

poet. ἐτητυμίη, ἡ,

   A truth, Call.Aet.3.1.76, AP9.771 (Jul.), Max.462, Orph.Fr.280.7.

German (Pape)

[Seite 1052] ἡ, die Aechtheit, Wahrheit, Iul. Aeg. 33 (IX, 771); Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

ἐτητῠμία: ἡ, ἀλήθεια, Ἀνθ. Π. 9. 771, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. 69.

Greek Monolingual

ἐτητυμία και ποιητ. τ. ἐτητυμίη, ἡ (Α) ετήτυμος
αλήθεια, γνησιότητα.

Greek Monotonic

ἐτητῠμία: ἡ, αλήθεια, γνησιότητα, αυθεντικότητα, σε Ανθ.