ἔτνος: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔτνος]], τὸ (εσφ. [[γραφή]] ἕτνος) (Α)<br />[[πυκνός]] [[ζωμός]] με όσπρια, [[είδος]] πολτού ή χυλού οσπρίων («[[ἔτνος]] γε πίσινον εὔχρων καὶ καλόν» — [[σούπα]] από μπιζέλια, <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται πιθ. [[συγγένεια]] με το μσν. αρχ. ιρλ. <i>eitne</i> «[[πυρήνας]]». Αν όντως πρόκειται για ΙΕ προελεύσεως [[λέξη]], η λ. σχηματίζεται με την παραγωγ. κατάλ. -<i>νος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ετν</i>-<i>ηρός</i>, <i>ετν</i>-[[ίτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> (Α' συνθετικό) <i>ετν</i>-<i>ήρυσις</i>, <i>ετν</i>-<i>οδόνος</i>].
|mltxt=[[ἔτνος]], τὸ (εσφ. [[γραφή]] ἕτνος) (Α)<br />[[πυκνός]] [[ζωμός]] με όσπρια, [[είδος]] πολτού ή χυλού οσπρίων («[[ἔτνος]] γε πίσινον εὔχρων καὶ καλόν» — [[σούπα]] από μπιζέλια, <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται πιθ. [[συγγένεια]] με το μσν. αρχ. ιρλ. <i>eitne</i> «[[πυρήνας]]». Αν όντως πρόκειται για ΙΕ προελεύσεως [[λέξη]], η λ. σχηματίζεται με την παραγωγ. κατάλ. -<i>νος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ετν</i>-<i>ηρός</i>, <i>ετν</i>-[[ίτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> (Α' συνθετικό) <i>ετν</i>-<i>ήρυσις</i>, <i>ετν</i>-<i>οδόνος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔτνος:''' -εος, τό, [[πυκνός]] [[ζωμός]] από όσπρια, [[σούπα]] από όσπρια, [[κουρκούτι]], [[φάβα]], σε Αριστοφ., Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 23:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔτνος Medium diacritics: ἔτνος Low diacritics: έτνος Capitals: ΕΤΝΟΣ
Transliteration A: étnos Transliteration B: etnos Transliteration C: etnos Beta Code: e)/tnos

English (LSJ)

εος, τό,

   A thick soup made with pease or beans, Ar.Ach.246, Ra.62, 506, Pl.Hp.Ma.290d; ἔ. πίσινον Ar.Eq.1171; φάκινον Hp. Acut.(Sp.) 53; κυάμινον Gal.Vict.Att.53; as poultice, τὸ ἔτνος τὸ ἐκ τῶν κυάμων Lycusap. Orib.9.35.1. (ἑτνος from a false deriv. from ἕω, EM387.9, etc.)

German (Pape)

[Seite 1052] τό, Brei, bes. von Hülsenfrüchten, nach B. A. 10 κυάμων ἢ πισῶν ἢ ἁπλῶς κατερεικτῶν τινων, unterschieden von ἀθάρη, w. m. s. Schol. Ar. εἶδος ἀθάρας ἀπὸ φασηλίων, Ran. 62. 505 u. öfter; Plat. Hipp. mai. 290 d u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ἔτνος: -εος, τό, πυκνὸς ζωμὸς μετ’ ὀσπρίων, εἶδος πόλτου ἤ χυλοῦ ὀσπρίων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 246, Βάτρ. 62, 506, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 290D· ἔτνος γε πίσινον εὔχρων καὶ καλὸν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1171· ἐν τῷ πληθ., Καλλ. Ἀποσπ. 178. (ἔτνος ἐν Ἐτυμολ. Μ., Ἡσυχ., κλ.).

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
purée de légumes.
Étymologie: DELG étym. ignorée.

Greek Monolingual

ἔτνος, τὸ (εσφ. γραφή ἕτνος) (Α)
πυκνός ζωμός με όσπρια, είδος πολτού ή χυλού οσπρίων («ἔτνος γε πίσινον εὔχρων καὶ καλόν» — σούπα από μπιζέλια, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται πιθ. συγγένεια με το μσν. αρχ. ιρλ. eitne «πυρήνας». Αν όντως πρόκειται για ΙΕ προελεύσεως λέξη, η λ. σχηματίζεται με την παραγωγ. κατάλ. -νος.
ΠΑΡ. αρχ. ετν-ηρός, ετν-ίτης.
ΣΥΝΘ. αρχ. (Α' συνθετικό) ετν-ήρυσις, ετν-οδόνος].

Greek Monotonic

ἔτνος: -εος, τό, πυκνός ζωμός από όσπρια, σούπα από όσπρια, κουρκούτι, φάβα, σε Αριστοφ., Πλάτ.