εὐθηλής: Difference between revisions

From LSJ

τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανεράwhat woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains

Source
(15)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐθηλής]], -ές (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ευθαλής]] (II).
|mltxt=[[εὐθηλής]], -ές (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ευθαλής]] (II).
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐθηλής:''' Δωρ. -θᾱλής, -ές ([[θηλή]]), αυτός που έχει θηλάσει ικανοποιητικά, [[καλοθρεμμένος]], [[καλά]] ανεπτυγμένος, σε Ευρ., Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 23:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθηλής Medium diacritics: εὐθηλής Low diacritics: ευθηλής Capitals: ΕΥΘΗΛΗΣ
Transliteration A: euthēlḗs Transliteration B: euthēlēs Transliteration C: efthilis Beta Code: eu)qhlh/s

English (LSJ)

ές,

   A v. εὐθᾱλής.

German (Pape)

[Seite 1068] ές, dasselbe, reichlich, üppig, in dor. Form εὐθαλὴς τύχη Pind. P. 9, 72; καρποί Ar. Av. 1062; φύλλα Anyte 6 (IX, 313); πλάτανος Philip. 64 (IX, 247). S. auch εὐθαλής.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθηλής: -ές, (θηλή) καλῶς θηλάσας, «καλοθρεμμένος», ἴδε εὐθᾱλής.

Greek Monolingual

εὐθηλής, -ές (Α)
βλ. ευθαλής (II).

Greek Monotonic

εὐθηλής: Δωρ. -θᾱλής, -ές (θηλή), αυτός που έχει θηλάσει ικανοποιητικά, καλοθρεμμένος, καλά ανεπτυγμένος, σε Ευρ., Αριστοφ.