ἠρεμέω: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
(Bailly1_2)
(4)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être calme, tranquille.<br />'''Étymologie:''' ἠρεμής.
|btext=-ῶ :<br />être calme, tranquille.<br />'''Étymologie:''' ἠρεμής.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἠρεμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[παραμένω]] [[ήσυχος]], είμαι [[αδρανής]], [[στέκομαι]] [[ατάραχος]], σε Ξεν., Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 23:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠρεμέω Medium diacritics: ἠρεμέω Low diacritics: ηρεμέω Capitals: ΗΡΕΜΕΩ
Transliteration A: ēreméō Transliteration B: ēremeō Transliteration C: iremeo Beta Code: h)reme/w

English (LSJ)

hyperdor. ἀρεμ- Ti.Locr.95d:—

   A to be still, keep quiet, be at rest, opp. κινέομαι, Hp.Fract.6, Arist.Ph.238b23,al., Aristox.Harm. p.12 M.; τὸ ἠρεμοῦν, opp. τὸ κινούμενον, Pythag. ap. Arist.Metaph. 986a24; of the object of knowledge, Pl.Phd.96b, Arist.APo.100a6; ἐν τοῖς νόμοις ἠρεμοῦντες διαμένειν X.Ages.7.3; acquiesce in a verdict, Pl.Lg.956d; ἠ. τῇ διανοίᾳ Arr.Epict.2.21.22: acc. to Stoics, only of animate beings, Stoic.2.161.    2 to be unmoved, remain fixed, μόνος οὗτος ἠ. ὁ λόγος Pl.Grg.527b, cf. Lg.891a.    3 c. inf., refrain from doing... Luc.Jud.Voc.4 (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 1175] (s. ἠρέμα), still, ruhig sein; Xen. Equ. 7, 8 vom Pferde; ἀρεμέωσα καὶ κινωμένα Tim. Locr. 95 d; ἐὰν ὁ διώκων μὴ ἠρεμῇ Plat. Legg. XII, 956 d; feststehen, bleiben, ἐν τοσούτοις λόγοις τῶν ἄλλων ἐλεγχομένων μόνος οὗτος ἠρεμεῖ ὁ λόγος Gorg. 527 b; ἐν τοῖς νόμοις ἠρεμοῦντας διαμένειν Xen. Ag. 7, 3; Sp.; ἠρεμητέον, man muß sich ruhig verhalten, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἠρεμέω: Δωρ. ἀρεμέω, Τίμ. Λοκρ. 95D· - εἶμαι ἥσυχος, ἡσυχάζω, ἀναπαύομαι, ἀντίθ. κινέομαι, Ἱππ. Ἀγμ. 755, πρβλ. Ἀριστ. Φυσ. 6. 8, 8., 8. 1, 3, κ. ἀλλ.· ἐν τοῖς νόμοις ἠρεμοῦντες διαμένειν Ξεν. Ἀγησ. 7, 3, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 891Α, 956D· ἠρ. τῇ διανοίᾳ Ἀρρ. Ἐπικτ. 2. 21, 22· - ἠρεμητέον, ῥημ. ἐπίθ., Φίλων 1. 89. 2) εἶμαι ἀκίνητος, διαμένω ἀκίνητος, ἀσάλευτος, ἀμετάβλητος, μόνος οὗτος ἠρ. ὁ λόγος Πλάτ. Γοργ. 527Β· τὸ ἠρεμεῖν ὁ αὐτ. Φαίδ. 96Β.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être calme, tranquille.
Étymologie: ἠρεμής.

Greek Monotonic

ἠρεμέω: μέλ. -ήσω, παραμένω ήσυχος, είμαι αδρανής, στέκομαι ατάραχος, σε Ξεν., Πλάτ.