θαλαμιός: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
(16)
(4)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θαλαμιός]], -ά, -όν, ιων. θηλ. θαλαμιή (Α) [[θάλαμος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θάλαμο, ο [[θαλαμικός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ό [[θαλαμιός]]<br />ο [[θαλαμίτης]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ή θαλάμια</i><br />α) (ενν. [[κώπη]]) το [[κουπί]] του θαλαμίτη<br />β) (ενν. <i>οπή</i>) η οπή από την οποία εξέρχεται το [[κουπί]] του θαλαμίτη.
|mltxt=[[θαλαμιός]], -ά, -όν, ιων. θηλ. θαλαμιή (Α) [[θάλαμος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θάλαμο, ο [[θαλαμικός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ό [[θαλαμιός]]<br />ο [[θαλαμίτης]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ή θαλάμια</i><br />α) (ενν. [[κώπη]]) το [[κουπί]] του θαλαμίτη<br />β) (ενν. <i>οπή</i>) η οπή από την οποία εξέρχεται το [[κουπί]] του θαλαμίτη.
}}
{{lsm
|lsmtext='''θᾰλᾰμιός:''' -ά, -όν, αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει τον [[θάλαμον]]· ως ουσ.,<br /><b class="num">I.</b> [[θαλαμιός]], ὁ = [[θαλαμίτης]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[θαλαμία]], Ιων. -ιή (λημ. [[κώπη]]), <i>ἡ</i>, το [[κουπί]] του <i>θαλαμίτου</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> (λημ. <i>ὀπὴ</i>) η [[τρύπα]] στα [[πλευρά]] του πλοίου, από την οποία έβγαιναν και λειτουργούσαν τα [[κουπιά]]· διὰ θαλαμιῆς [[διελεῖν]] τινα, [[τοποθετώ]] κάποιον έτσι ώστε το πάνω μισό του σώματός του να προεξέχει από αυτή τη [[τρύπα]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 23:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλᾰμιός Medium diacritics: θαλαμιός Low diacritics: θαλαμιός Capitals: ΘΑΛΑΜΙΟΣ
Transliteration A: thalamiós Transliteration B: thalamios Transliteration C: thalamios Beta Code: qalamio/s

English (LSJ)

ά, όν (oxyt., Arc.40.13),

   A of or belonging to the θάλαμος: an Subst.,    I θαλαμιός, ὁ,= θαλαμίτης, Th.4.32 (gen. pl., perh. fr. θαλαμίας), S.Fr.1052 (dub.).    II θαλαμιά, Ion. -ιή (sc. κώπη), ἡ, the oar of the θαλαμίτης, Ar.Ach.553 (pl.): pl., IG22.1604.55.    2 (sc. ὀπή) the hole in the ship's side, through which this oar worked, διὰ θαλαμιῆς διελεῖν τινα to place a man so that his upper half projected through this hole, Hdt.5.33: metaph., Ar.Pax1232.

Greek Monolingual

θαλαμιός, -ά, -όν, ιων. θηλ. θαλαμιή (Α) θάλαμος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θάλαμο, ο θαλαμικός
2. το αρσ. ως ουσ. ό θαλαμιός
ο θαλαμίτης
3. το θηλ. ως ουσ. ή θαλάμια
α) (ενν. κώπη) το κουπί του θαλαμίτη
β) (ενν. οπή) η οπή από την οποία εξέρχεται το κουπί του θαλαμίτη.

Greek Monotonic

θᾰλᾰμιός: -ά, -όν, αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει τον θάλαμον· ως ουσ.,
I. θαλαμιός, ὁ = θαλαμίτης, σε Θουκ.
II. 1. θαλαμία, Ιων. -ιή (λημ. κώπη), , το κουπί του θαλαμίτου, σε Αριστοφ.
2. (λημ. ὀπὴ) η τρύπα στα πλευρά του πλοίου, από την οποία έβγαιναν και λειτουργούσαν τα κουπιά· διὰ θαλαμιῆς διελεῖν τινα, τοποθετώ κάποιον έτσι ώστε το πάνω μισό του σώματός του να προεξέχει από αυτή τη τρύπα, σε Ηρόδ.