θᾶσσον: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
(16)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θάσσον]] και νεώτ. αττ. τ. θαττον (Α)<br />(επίρρ. συγκρ. του [[ταχέως]]) ταχύτερα (συν. στη φρ. «θᾶττον ἤ βράδιον» — [[γρήγορα]] ή [[αργά]], [[κάποτε]], [[οπωσδήποτε]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ταχύς]].
|mltxt=[[θάσσον]] και νεώτ. αττ. τ. θαττον (Α)<br />(επίρρ. συγκρ. του [[ταχέως]]) ταχύτερα (συν. στη φρ. «θᾶττον ἤ βράδιον» — [[γρήγορα]] ή [[αργά]], [[κάποτε]], [[οπωσδήποτε]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ταχύς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θᾶσσον:''' Αττ. [[θᾶττον]], ουδ. αντί [[θάσσων]], ως επίρρ.
}}
}}

Revision as of 23:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾶσσον Medium diacritics: θᾶσσον Low diacritics: θάσσον Capitals: ΘΑΣΣΟΝ
Transliteration A: thâsson Transliteration B: thasson Transliteration C: thasson Beta Code: qa=sson

English (LSJ)

Att. θᾶττον,

   A v. ταχύς. θάσσουσα· σπεύδουσα, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

θᾶσσον: Ἀττ. θᾶττον, ἴδε ἐν λ. ταχύς.

English (Slater)

θᾱσσον
   a swiftly θᾶσσον ἔντυεν (P. 4.181)
   b comp. adv., swifter καὶ ἀγάνορος ἵππου θᾶσσον καὶ ναὸς ὑποπτέρου (O. 9.24)

Greek Monolingual

θάσσον και νεώτ. αττ. τ. θαττον (Α)
(επίρρ. συγκρ. του ταχέως) ταχύτερα (συν. στη φρ. «θᾶττον ἤ βράδιον» — γρήγορα ή αργά, κάποτε, οπωσδήποτε).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ταχύς.

Greek Monotonic

θᾶσσον: Αττ. θᾶττον, ουδ. αντί θάσσων, ως επίρρ.