θημολογέω: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
(Bailly1_3)
(4)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />amonceler.<br />'''Étymologie:''' [[θημών]], [[λέγω]]².
|btext=-ῶ :<br />amonceler.<br />'''Étymologie:''' [[θημών]], [[λέγω]]².
}}
{{lsm
|lsmtext='''θημολογέω:''' ([[θημών]], [[λέγω]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συναθροίζω]] σε σωρό ή [[θημωνιά]], [[συσσωρεύω]], συντ. από το <i>θημωνολογέω</i>, σε Ανθ. Π.
}}
}}

Revision as of 23:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θημολογέω Medium diacritics: θημολογέω Low diacritics: θημολογέω Capitals: ΘΗΜΟΛΟΓΕΩ
Transliteration A: thēmologéō Transliteration B: thēmologeō Transliteration C: thimologeo Beta Code: qhmologe/w

English (LSJ)

   A collect in a heap, shortd. from θημωνολογέω (metri.gr.), ψαμμίτην δόρπον AP9.551 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 1208] Antiphil. 45 (IX, 551) ἐθημολόγει ψαμμίτην δόρπον, auf einen Haufen sammeln, wo Lobeck ἐθινολόγει, Andere ἐθυννολόγει lesen wollen.

Greek (Liddell-Scott)

θημολογέω: συναθροίζω εἰς σωρὸν ἢ θημωνιάν, συντμηθὲν ἐκ τοῦ θημωνολογέω (χάριν τοῦ μέτρου), Ἀνθ. Π. 9. 551.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
amonceler.
Étymologie: θημών, λέγω².

Greek Monotonic

θημολογέω: (θημών, λέγω), μέλ. -ήσω, συναθροίζω σε σωρό ή θημωνιά, συσσωρεύω, συντ. από το θημωνολογέω, σε Ανθ. Π.