Ἡφαιστότευκτος: Difference between revisions

From LSJ

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133
(Bailly1_2)
(4)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />travaillé par Héphæstos.<br />'''Étymologie:''' [[Ἥφαιστος]], [[τεύχω]].
|btext=ος, ον :<br />travaillé par Héphæstos.<br />'''Étymologie:''' [[Ἥφαιστος]], [[τεύχω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''Ἡφαιστότευκτος:''' -ον, ο κατασκευασμένος από τον Ήφαιστο, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 23:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἡφαιστότευκτος Medium diacritics: Ἡφαιστότευκτος Low diacritics: Ηφαιστότευκτος Capitals: ΗΦΑΙΣΤΟΤΕΥΚΤΟΣ
Transliteration A: Hēphaistóteuktos Transliteration B: Hēphaistoteuktos Transliteration C: Ifaistotefktos Beta Code: *(hfaisto/teuktos

English (LSJ)

ον,

   A wrought by Hephaestus, σέλας S.Ph.987, cf. Simon.202A, D.L.1.32:—also Ἡφαιστο-τευχής, ές, δέπας A.Fr.69 (lyr., leg. Ἡφαιστοτῠκές).

German (Pape)

[Seite 1179] von Hephästus bereitet, hervorgebracht, σέλας Soph. Phil. 975, τρίπους D. L,. 1, 32, πανοπλία Procl. chrestom. 6.

Greek (Liddell-Scott)

Ἡφαιστότευκτος: -ον, κατεσκευασμένος ὑπὸ τοῦ Ἡφαίστου, σέλας Σοφ. Φ. 987, πρβλ. Σιμων. 206, Ἀντίμ. 9, Διογ. Λ. 1. 32· - ὡσαύτως Ἡφαιστοτευχής, ές, δέπας Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 66, ἔνθα ὁ Herm. Ἡφαιστοτῠκές, χάριν τοῦ μέτρου.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
travaillé par Héphæstos.
Étymologie: Ἥφαιστος, τεύχω.

Greek Monotonic

Ἡφαιστότευκτος: -ον, ο κατασκευασμένος από τον Ήφαιστο, σε Σοφ.