θέλκτρον: Difference between revisions

From LSJ

τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head

Source
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θέλκτρον]], το (Α) [[θέλγω]]<br />[[θελκτήριον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θέλγ</i>-<i>ω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τρον</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>μάκ</i>-<i>τρον</i>, <i>πλήκ</i>-<i>τρον</i>. (Βλ. και λ. [[θέλγητρο]])].
|mltxt=[[θέλκτρον]], το (Α) [[θέλγω]]<br />[[θελκτήριον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θέλγ</i>-<i>ω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τρον</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>μάκ</i>-<i>τρον</i>, <i>πλήκ</i>-<i>τρον</i>. (Βλ. και λ. [[θέλγητρο]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θέλκτρον:''' τό, = [[θελκτήριον]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 23:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέλκτρον Medium diacritics: θέλκτρον Low diacritics: θέλκτρον Capitals: ΘΕΛΚΤΡΟΝ
Transliteration A: thélktron Transliteration B: thelktron Transliteration C: thelktron Beta Code: qe/lktron

English (LSJ)

τό,= θελκτήριον, S.Tr.585, prob. in A.R.1.515 (nisi leg. θελκτύν).

German (Pape)

[Seite 1193] τό, = θελκτήριον, καὶ φίλτρα Soph. Tr. 585.

Greek (Liddell-Scott)

θέλκτρον: τό, = θελκτήριον, Σοφ. Τρ. 585˙ ἐν Λουκ. Θεῶν Διαλ. 4. 5, θέλγητρον ἐπηνωρθώθη ἐκ χειρογρ., Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
c. θελκτήριον.
Étymologie: θέλγω.

Greek Monolingual

θέλκτρον, το (Α) θέλγω
θελκτήριον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέλγ-ω + κατάλ. -τρον, πρβλ. μάκ-τρον, πλήκ-τρον. (Βλ. και λ. θέλγητρο)].

Greek Monotonic

θέλκτρον: τό, = θελκτήριον, σε Σοφ.