ἰδάλιμος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
(17)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰδάλιμος]], -ον (Α)<br />αυτός που προκαλεί [[έκκριση]] [[ιδρώτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ίδος]] (<i>το</i>) «[[ιδρώτας]]», [[κατά]] τα <i>ειδά</i>-<i>λιμος</i>, <i>κυδά</i>-<i>λιμος</i>].
|mltxt=[[ἰδάλιμος]], -ον (Α)<br />αυτός που προκαλεί [[έκκριση]] [[ιδρώτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ίδος]] (<i>το</i>) «[[ιδρώτας]]», [[κατά]] τα <i>ειδά</i>-<i>λιμος</i>, <i>κυδά</i>-<i>λιμος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἰδάλιμος:''' -ον ([[ἶδος]]), αυτός που προκαλεί [[ιδρώτα]], [[εφίδρωση]], σε Ησίοδ.
}}
}}

Revision as of 23:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδάλιμος Medium diacritics: ἰδάλιμος Low diacritics: ιδάλιμος Capitals: ΙΔΑΛΙΜΟΣ
Transliteration A: idálimos Transliteration B: idalimos Transliteration C: idalimos Beta Code: i)da/limos

English (LSJ)

[ῑ], ον, (ἶδος)

   A causing sweat, καῦμα Hes.Op.415.

German (Pape)

[Seite 1235] = εἰδάλιμος, VLL. Schweiß erregend, καῦμα Hes. O. 417.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδάλιμος: -ον, (ἶδος) προξενῶν ἱδρῶτα, καῦμα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 413.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui provoque la sueur.
Étymologie: ἶδος.

Greek Monolingual

ἰδάλιμος, -ον (Α)
αυτός που προκαλεί έκκριση ιδρώτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίδος (το) «ιδρώτας», κατά τα ειδά-λιμος, κυδά-λιμος].

Greek Monotonic

ἰδάλιμος: -ον (ἶδος), αυτός που προκαλεί ιδρώτα, εφίδρωση, σε Ησίοδ.