ἱμερτός: Difference between revisions
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
(17) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱμερτός]], -ή, -όν (Α) [[[ιμείρω]])<br /><b>1.</b> [[αγαπητός]], [[ποθητός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἱμερτόν</i><br />η ερωτική [[επιθυμία]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ Ιμερτός</i><br />επίθ. του Απόλλωνος και του Διονύσου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἱμερτὴ ἡλικίη» — αγαπητή ζωή. | |mltxt=[[ἱμερτός]], -ή, -όν (Α) [[[ιμείρω]])<br /><b>1.</b> [[αγαπητός]], [[ποθητός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἱμερτόν</i><br />η ερωτική [[επιθυμία]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ Ιμερτός</i><br />επίθ. του Απόλλωνος και του Διονύσου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἱμερτὴ ἡλικίη» — αγαπητή ζωή. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἱμερτός:''' [ῑ], -ή, -όν ([[ἱμείρω]]), [[επιθυμητός]], [[ποθητός]], [[εράσμιος]], [[αγαπητός]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:28, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῑ], ή, όν, (ἱμείρω)
A longed for, desired, lovely, Τιταρήσιος Il. 2.751; ὕδατα A.R.2.939; Σαλαμίς Sol.1.1; κίθαρις h.Merc.510; στέφανοι Hes.Th.577; κόμα Sapph.119; λέχος Pi.P.3.99; ἀοιδαί, δόξα, Id.O.6.7,P.9.75; ἱ. ἡλικίη dear life, Simon.115; of persons, AP5.297 (Jul.); epith. of Apollo and Dionysus, ib.9.524.10,525.10.— Poet. and later Prose, as Epicur.Fr.165, Luc.DDeor.20.15: ἱμερτόν, τό, Plu.2.926f; ἐφ' ἱμερτοῖσιν prob. from a poet, ib.394b.
German (Pape)
[Seite 1253] adj. verb. zu ἱμείρω, ersehnt, erwünscht, wonach man sich sehnt, also lieblich, anmuthig; der Fluß Titaresius Il. 2, 751; στέφανοι Hes. Th. 577; λέχος Pind. P. 3, 99; δόξαι 11, 78; ἀοιδαί Ol. 6, 7; sp. D., ὕδατα Ap. Rh. 2, 939. Auch Bacchus u. Apollo heißen so, Anth. IX, 524 u. 525, 10. Selten in Prosa, τὸ ἱμερτόν Plut. fac. orb. lun. 12; Epic. D. L. 10, 5.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
désirable, souhaitable, aimable, charmant.
Étymologie: adj. verb. de ἱμείρω.
English (Slater)
ῑμερτός
1 delightful ἐν ἱμερταῖς ἀοιδαῖς (O. 6.7) Ζεὺς πατὴρ ἤλυθεν ἐς λέχος ἱμερτὸν Θυώνᾳ (P. 3.99) δόξαν ἱμερτὰν ἀγαγόντ' ἀπὸ Δελφῶν (P. 9.75)
Greek Monolingual
ἱμερτός, -ή, -όν (Α) [[[ιμείρω]])
1. αγαπητός, ποθητός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱμερτόν
η ερωτική επιθυμία
3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Ιμερτός
επίθ. του Απόλλωνος και του Διονύσου
4. φρ. «ἱμερτὴ ἡλικίη» — αγαπητή ζωή.
Greek Monotonic
ἱμερτός: [ῑ], -ή, -όν (ἱμείρω), επιθυμητός, ποθητός, εράσμιος, αγαπητός, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.