ἰξευτής: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(17)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[ιξεύτρια]] (Α [[ἰξευτής]], δωρ. τ. ἰξευτάς, θηλ. [[ἰξεύτρια]]) [[ιξεύω]]<br />αυτός που συλλαμβάνει πτηνά με [[ιξόβεργα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> [[ιξευτικός]] («σὺν ἰξευταῑς καλάμοις»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> <i>ἡ [[ἰξεύτρια]]<br />α) επίθ. της Τύχης<br />β) [[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας [[καρυοφυλλίδες]].
|mltxt=ο, θηλ. [[ιξεύτρια]] (Α [[ἰξευτής]], δωρ. τ. ἰξευτάς, θηλ. [[ἰξεύτρια]]) [[ιξεύω]]<br />αυτός που συλλαμβάνει πτηνά με [[ιξόβεργα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> [[ιξευτικός]] («σὺν ἰξευταῑς καλάμοις»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> <i>ἡ [[ἰξεύτρια]]<br />α) επίθ. της Τύχης<br />β) [[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας [[καρυοφυλλίδες]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἰξευτής:''' -οῦ, ὁ ([[ἰξεύω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[κυνηγός]] πουλιών, αυτός που πιάνει πουλιά με ξώβεργες, [[ορνιθοθήρας]], σε Βίωνα, Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., αυτός που πιάνει πουλιά με ξώβεργες, [[ιξευτικός]], στο ίδ.
}}
}}

Revision as of 23:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰξευτής Medium diacritics: ἰξευτής Low diacritics: ιξευτής Capitals: ΙΞΕΥΤΗΣ
Transliteration A: ixeutḗs Transliteration B: ixeutēs Transliteration C: ikseftis Beta Code: i)ceuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A fowler, birdcatcher, Lyc.105, LXXAm.8.1, AP9.824 (Eryc.), Cat.Cod.Astr.1.166, Apollod.Poliorc.152.2, Porph.Abst.1.53; ἰ. κῶρος BionFr.9.    II as Adj., catching with birdlime, ἰ. κάλαμοι AP6.152 (Agis).

German (Pape)

[Seite 1255] ὁ, dasselbe; Lycophr. 105; Eryc. 5 (IX, 824); auch adj., κάλαμοι Agis ep. (VI, 152).

Greek (Liddell-Scott)

ἰξευτής: -οῦ, ὁ, (ἰξεύω) ὡς τὸ ἰξευτήρ, ὁ συλλαμβάνων πτηνὰ διὰ τοῦ ἰξοῦ, ὀρνιθοθήρας, ἰξευτὰς κῶρος Βίων 2.1, πρβλ. Λυκόφρ. 105, Ἀνθ. Π. 9. 822. - Κάθ’ Ἡσύχ.: «ἰξευτής· στρουθοπιάστης». ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἰξευτικός, ἰξευταῖς καλάμοις αὐτόθι 6. 152.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
adj. m.
qui prend avec de la glu ; subst.ἰξευτής oiseleur qui chasse à la glu.
Étymologie: ἰξεύω.

Greek Monolingual

ο, θηλ. ιξεύτριαἰξευτής, δωρ. τ. ἰξευτάς, θηλ. ἰξεύτρια) ιξεύω
αυτός που συλλαμβάνει πτηνά με ιξόβεργα
αρχ.
1. ως επίθ. ιξευτικός («σὺν ἰξευταῑς καλάμοις»)
2. το θηλ. ἰξεύτρια
α) επίθ. της Τύχης
β) γένος φυτών της οικογένειας καρυοφυλλίδες.

Greek Monotonic

ἰξευτής: -οῦ, ὁ (ἰξεύω
I. κυνηγός πουλιών, αυτός που πιάνει πουλιά με ξώβεργες, ορνιθοθήρας, σε Βίωνα, Ανθ.
II. ως επίθ., αυτός που πιάνει πουλιά με ξώβεργες, ιξευτικός, στο ίδ.