ἱππόδρομος: Difference between revisions

From LSJ

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source
(Autenrieth)
(5)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[course]] [[for]] chariots, Il. 23.330.
|auten=[[course]] [[for]] chariots, Il. 23.330.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἱππόδρομος:''' ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[δρόμος]] για άρματα, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[μέρος]] στο οποίο τελούνταν ιππικοί αγώνες ή αρματηλασίες, [[ιπποδρόμιο]], Λατ. [[curriculum]], σε Πλάτ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 23:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππόδρομος Medium diacritics: ἱππόδρομος Low diacritics: ιππόδρομος Capitals: ΙΠΠΟΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: hippódromos Transliteration B: hippodromos Transliteration C: ippodromos Beta Code: i(ppo/dromos

English (LSJ)

ὁ,

   A chariot-road, λεῖος δ' ἱ. ἀμφίς Il.23.330.    2 race-course for chariots, Pl.Criti.117c, D.47.53; at Olympia, Paus. 6.20.15; at Delphi, SIG636.24 (ii B.C.); at Andania, IG5(1).1390.31; at Rome, the circus, D.H.1.79; ὁ μέγας ἱ.,= circus maximus, Id.5.36, Mon.Anc.Gr.10.8: comic metaph., ἱ. οὗτός ἐστί σου μαγειρικῆς Posidipp.26.23.    II ἱπποδρόμος, ὁ, light horseman, ἱ. ψιλοί Hdt. 7.158.

German (Pape)

[Seite 1259] ὁ, Rennbahn für das Pferderennen od. das Wettfahren; Il. 23, 330; Plat. Critia. 117 c; Sp., wie Pol. 7, 17, 2; – komisch τῆς μαγειρικῆς Posidip. bei Ath. IX, 377 b. – Vgl. Paus. 6, 20 über den olympischen Hippodromus.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππόδρομος: ὁ, ὁδὸς δι’ ἅρματα, λεῖος δ’ ἱππ. ἀμφὶς Ἰλ. Ψ. 330. 2) τὸ μέρος ἔνθα ἐτελοῦντο ἀγῶνες ἱππικοὶ καὶ ἁρματηλασίας, ἱπποδρόμιον, Λατ. curriculum, Πλάτ. Κριτίας 117C, Δημ. 1155. 9· - περὶ τοῦ Ὀλυμπιακοῦ ἱπποδρόμου ἴδε Παυσ. 6. 20, 10 κἑξ.· - κατὰ κωμικὴν μεταφ., ἱππόδρομος οὗτός ἐστί σοι μαγειρικῆς Ποσείδιππος ἐν «Χορευούσαις» 1. 23. ΙΙ. ἱπποδρόμος, ὁ, ἱπποδρόμοι ψιλοί, ἐλαφρὸν ἱππικόν, Ἡρόδ. 7. 158.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
hippodrome, lieu pour les courses de chevaux ou de chars.
Étymologie: ἵππος, δραμεῖν.

English (Autenrieth)

course for chariots, Il. 23.330.

Greek Monotonic

ἱππόδρομος: ὁ,
1. δρόμος για άρματα, σε Ομήρ. Ιλ.
2. μέρος στο οποίο τελούνταν ιππικοί αγώνες ή αρματηλασίες, ιπποδρόμιο, Λατ. curriculum, σε Πλάτ. κ.λπ.