ἱππηδόν: Difference between revisions

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
(17)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱππηδόν]] (Α) [[ίππος]]<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> σαν [[άλογο]] («ἱππηδὸν πλοκάμων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> σαν [[ιππέας]], σαν [[καβαλάρης]], [[ιππαστί]], [[καβάλα]], καβαλικευτά.
|mltxt=[[ἱππηδόν]] (Α) [[ίππος]]<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> σαν [[άλογο]] («ἱππηδὸν πλοκάμων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> σαν [[ιππέας]], σαν [[καβαλάρης]], [[ιππαστί]], [[καβάλα]], καβαλικευτά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἱππηδόν:''' ([[ἵππος]]), επίρρ.:<br /><b class="num">I.</b> όπως το [[άλογο]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[καθώς]] ο [[αναβάτης]] του αλόγου, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 23:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππηδόν Medium diacritics: ἱππηδόν Low diacritics: ιππηδόν Capitals: ΙΠΠΗΔΟΝ
Transliteration A: hippēdón Transliteration B: hippēdon Transliteration C: ippidon Beta Code: i(pphdo/n

English (LSJ)

Adv.

   A like a horse, A.Th.328 (lyr.), Supp.431 (lyr.).    II like a horseman, Ar.Pax81.

German (Pape)

[Seite 1258] nach Pferdeart, wie Rosse; ἄγεσθαι, fortgeschleppt werden, Aesch. Spt. 310; Suppl. 426; Ar. Pax 81.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππηδόν: Ἐπίρρ., ὡς ἵππος, Αἰσχύλ. Θήβ. 328, Ἱκέτ. 431. ΙΙ. ὡς ἀναβάτης ἵππου, ὡς ἱππεύς, αἴρεται (ὁ δεσπότης) ἱππηδὸν ἐς τὸν ἀέρ’ ἐπὶ τοῦ κανθάρου Ἀριστοφ. Εἰρ. 81.

French (Bailly abrégé)

adv.
comme un cheval.
Étymologie: ἵππος, -δον.

Greek Monolingual

ἱππηδόν (Α) ίππος
επίρρ.
1. σαν άλογο («ἱππηδὸν πλοκάμων», Αισχύλ.)
2. σαν ιππέας, σαν καβαλάρης, ιππαστί, καβάλα, καβαλικευτά.

Greek Monotonic

ἱππηδόν: (ἵππος), επίρρ.:
I. όπως το άλογο, σε Αισχύλ.
II. καθώς ο αναβάτης του αλόγου, σε Αριστοφ.