ἰχθυοτρόφος: Difference between revisions
ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack
(18) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (Α [[ἰχθυοτρόφος]], -ον)<br />(για [[θάλασσα]], [[λίμνη]], ποταμό) αυτός που τρέφει άφθονα ψάρια, αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] ψάρια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ιχθυοτρόφος]]<br />αυτός που ασχολείται με την [[ιχθυοτροφία]], ο [[ιχθυοκόμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰχθυ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιππο</i>-<i>τρόφος</i>, <i>κτηνο</i>-<i>τρόφος</i>]. | |mltxt=-ο (Α [[ἰχθυοτρόφος]], -ον)<br />(για [[θάλασσα]], [[λίμνη]], ποταμό) αυτός που τρέφει άφθονα ψάρια, αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] ψάρια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ιχθυοτρόφος]]<br />αυτός που ασχολείται με την [[ιχθυοτροφία]], ο [[ιχθυοκόμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰχθυ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιππο</i>-<i>τρόφος</i>, <i>κτηνο</i>-<i>τρόφος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἰχθυοτρόφος:''' -ον, αυτός που εκτρέφει ψάρια, αυτός που είναι [[γεμάτος]] από ψάρια, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A feeding fish: full of fish, διαδρομαί Plu.Luc.39.
German (Pape)
[Seite 1276] Fische fütternd, haltend, Sp., wie Plut. Lucull. 39.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχθυοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων ἰχθῦς, πλήρης ἰχθύων, διαδρομὰς ἰχθυοτρόφους Πλουτ. Λούκουλλ. 39, Ἡσύχ. ἐν λ. ἰχθυόεν.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui nourrit des poissons, abondant en poissons.
Étymologie: ἰχθύς, τρέφω.
Greek Monolingual
-ο (Α ἰχθυοτρόφος, -ον)
(για θάλασσα, λίμνη, ποταμό) αυτός που τρέφει άφθονα ψάρια, αυτός που είναι γεμάτος ψάρια
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ιχθυοτρόφος
αυτός που ασχολείται με την ιχθυοτροφία, ο ιχθυοκόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιππο-τρόφος, κτηνο-τρόφος].
Greek Monotonic
ἰχθυοτρόφος: -ον, αυτός που εκτρέφει ψάρια, αυτός που είναι γεμάτος από ψάρια, σε Πλούτ.