καιροφυλακέω: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(Bailly1_3) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />guetter l’occasion.<br />'''Étymologie:''' [[καιρός]], [[φύλαξ]]. | |btext=-ῶ :<br />guetter l’occasion.<br />'''Étymologie:''' [[καιρός]], [[φύλαξ]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καιροφῠλᾰκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, ([[φύλαξ]]), [[περιμένω]] την κατάλληλη [[στιγμή]], σε Δημ.· επίσης, [[επιμελούμαι]], [[φροντίζω]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:32, 30 December 2018
English (LSJ)
A watch for the right time, c. acc., τὴν πόλιν D.23.173, Hyp.Phil.8; τὴν Χρῆσιν Arist.Pol.1337b41; ἔχθραν παλαιάν Olymp.Hist.p.460 D.: abs., App. Pun.88, Mith.70; also, attend on, Luc.Abd.16:—Pass., καιροφυλακεῖται Metrod.Fr.60.
German (Pape)
[Seite 1297] die rechte Zeit abpassen, τὴν χρῆσιν, für die Anwendung, Arist. pol. 8, 3, u. a. Sp.; τὴν πόλιν, eine gelegene Zeit abpassen, um dem Staate zu schaden, Dem. 23, 173; so das pass., καιροφυλακεῖται Metrod. Stob. fl. 45, 26. – Auch = warten, pflegen, Luc. abd. 16.
Greek (Liddell-Scott)
καιροφῠλᾰκέω: περιμένω τὸν προσήκοντα καιρὸν νὰ πράξω τι, παραμονεύω τι, καιροφυλακεῖ τὴν πόλιν ἡμῶν, ὅ ἐστι φυλάττει τοὺς τῆς πόλεως καιρούς, Λατ. tempora urbis observare, Δημ. 678. 17· διὰ τοῦτο δεῖ παιδιὰς εἰσάγεσθαι καιροφυλακοῦντας τὴν χρῆσιν, παρατηροῦντας μετὰ προσοχῆς τὴν χρῆσιν αὐτῶν ἵνα μὴ γένηται κατάχρησις αὐτῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 3, 4· ἀπολ., Ἀππ. Καρχηδ. 58, Μιθρ. 70· ― ὡσαύτως, ἐπιμελοῦμαι, φροντίζω, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 16. ― Παθ., καιροφυλακεῖται Μητρόδ. παρὰ Στοβ. 304. 28. ― Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις συχνάκις φέρεται καιροφυλακτέω, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 575, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 296, κἑξ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
guetter l’occasion.
Étymologie: καιρός, φύλαξ.
Greek Monotonic
καιροφῠλᾰκέω: μέλ. -ήσω, (φύλαξ), περιμένω την κατάλληλη στιγμή, σε Δημ.· επίσης, επιμελούμαι, φροντίζω, σε Λουκ.