καλάπους: Difference between revisions

From LSJ

πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear

Source
(18)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καλάπους]], ὁ (Α)<br />ξύλινο [[πόδι]], [[καλαπόδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κᾶλον]] «[[ξύλο]]» <span style="color: red;">+</span> [[πούς]]<br />[[άλλος]] τ. του [[καλόπους]] (<b>βλ.</b> και λ. [[καλαπόδι]])].
|mltxt=[[καλάπους]], ὁ (Α)<br />ξύλινο [[πόδι]], [[καλαπόδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κᾶλον]] «[[ξύλο]]» <span style="color: red;">+</span> [[πούς]]<br />[[άλλος]] τ. του [[καλόπους]] (<b>βλ.</b> και λ. [[καλαπόδι]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾱλάπους:''' -ποδος, ὁ ([[κᾶλον]]), [[καλαπόδι]] υποδηματοποιού, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 23:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾱλάπους Medium diacritics: καλάπους Low diacritics: καλάπους Capitals: ΚΑΛΑΠΟΥΣ
Transliteration A: kalápous Transliteration B: kalapous Transliteration C: kalapous Beta Code: kala/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, (κᾶλον)

   A shoemaker's last, Pl.Smp.191a, Poll. 10.141:—also κᾱλόπους, v.l. in Pl. l.c., cf. Poll.2.195, Gal.Thras. 43, Edict.Diocl.9.1a, EM486.6.    II a kind of servant, Suid.s.v. ὄνον ὄρνιν, οἰωνοί ( = Sch.Ar.Av.722).

German (Pape)

[Seite 1307] s. καλοπόδιον, καλόπους.

French (Bailly abrégé)

v. καλόπους.

Greek Monolingual

καλάπους, ὁ (Α)
ξύλινο πόδι, καλαπόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κᾶλον «ξύλο» + πούς
άλλος τ. του καλόπους (βλ. και λ. καλαπόδι)].

Greek Monotonic

κᾱλάπους: -ποδος, ὁ (κᾶλον), καλαπόδι υποδηματοποιού, σε Πλάτ.