καπηλεῖον: Difference between revisions
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
(Bailly1_3) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />boutique de vin et d’épicerie, cabaret.<br />'''Étymologie:''' [[κάπηλος]]. | |btext=ου (τό) :<br />boutique de vin et d’épicerie, cabaret.<br />'''Étymologie:''' [[κάπηλος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κᾰπηλεῖον:''' τό, το [[μαγαζί]] του <i>καπήλου</i>, [[ιδίως]], [[οινοπωλείο]], [[ταβέρνα]], Λατ. [[caupona]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:36, 30 December 2018
English (LSJ)
τό,
A shop of a κάπηλος, freq. of a tavern, Com.Adesp.493 (in a parody of Sophocles), Ar.Lys.427, Ec.154, Lys.1.24, Eub.80, Isoc.7.49, cf. Theopomp. Hist. 65, Tab.Defix.87 (iv B. C.), Ἀρχ. Ἐφ.1923.39 (pl., Orop., iv B. C.), PTeb.43.18 (ii B. C.), POxy.2109.11 (iii A. D.): pl., καπηλεῖα, τά (prob. l. for κάπηλα), the meat-market at Tarentum, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1322] τό, der Laden eines κάπηλος, Kramladen, bes. Weinschank; Ar. Eccl. 154; Lys. 1, 24; Isocr. 7, 49; Hermipp. Poll. 7, 194; Luc. Nigr. 25; ἐν τοῖς καπηλείοις καὶ τοῖς πανδοκείοις ἀεὶ διαιτᾶται Ath. XIII, 566 f. S. καπήλιον.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰπηλεῖον: τό, τὸ ἐργαστήριον καπήλου, ἐν ᾧ ἐπώλουν, ὡς καὶ νῦν ἐν τοῖς παντοπωλείοις, οὐ μόνον οἶνον, ἀλλὰ καὶ τροφὰς καὶ παντοῖα ἄλλα πράγματα, Λατ. caupona, Σοφ. Ἀποσπ. Λυς. 427, Ἐκκλ. 154, Λυσίας 94. 5. Ἰσοκρ. 149 D. Ἡ λέξις διετηρήθη μέχρι σήμερον, ἀλλὰ νῦν κυρίως σημαίνει οἰνοπωλεῖον καὶ οίνοπνευματοπωλεῖον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
boutique de vin et d’épicerie, cabaret.
Étymologie: κάπηλος.
Greek Monotonic
κᾰπηλεῖον: τό, το μαγαζί του καπήλου, ιδίως, οινοπωλείο, ταβέρνα, Λατ. caupona, σε Αριστοφ.