καλλικρήδεμνος: Difference between revisions
From LSJ
Νόμοις ἕπεσθαι τοῖσιν ἐγχώροις καλόν → Res est honesta pro locis leges sequi → Gesetzen seines Land's zu folgen das ist recht
(18) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καλλικρήδεμνος]], ο, η (Α)<br />αυτός που έχει [[ωραίο]] [[κάλυμμα]] του κεφαλιού («ἄλοχοι καλλικρήδεμνοι», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρή</i>-<i>δεμνος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κρή</i>-<i>δεμνον</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κυανο</i>-<i>κρή</i>-<i>δεμνος</i>, <i>λιπαρο</i>-<i>κρή</i>-<i>δεμνος</i>]. | |mltxt=[[καλλικρήδεμνος]], ο, η (Α)<br />αυτός που έχει [[ωραίο]] [[κάλυμμα]] του κεφαλιού («ἄλοχοι καλλικρήδεμνοι», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρή</i>-<i>δεμνος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κρή</i>-<i>δεμνον</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κυανο</i>-<i>κρή</i>-<i>δεμνος</i>, <i>λιπαρο</i>-<i>κρή</i>-<i>δεμνος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καλλικρήδεμνος:''' ὁ, ἡ ([[κρήδεμνον]]), αυτός που έχει [[ωραίο]] [[κάλυμμα]] κεφαλιού, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ, ἡ,
A with beautiful head-band, ἄλοχοι Od.4.623; θεά B.Scol.Fr.5i22.
German (Pape)
[Seite 1310] mit schöner Stirnbinde, ἄλοχος Od. 4, 623.
Greek (Liddell-Scott)
καλλικρήδεμνος: ὁ, ἡ, ἔχων καλὸν κρήδεμνον, ὡραῖον κάλυμμα κεφαλῆς, ἄλοχος Ὀδ. Δ. 623.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux belles bandelettes.
Étymologie: καλός, κρήδεμνον.
English (Autenrieth)
(κρήδεμνον): with beautiful head-bands, pl., Od. 4.623†.
Greek Monolingual
καλλικρήδεμνος, ο, η (Α)
αυτός που έχει ωραίο κάλυμμα του κεφαλιού («ἄλοχοι καλλικρήδεμνοι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -κρή-δεμνος (< κρή-δεμνον), πρβλ. κυανο-κρή-δεμνος, λιπαρο-κρή-δεμνος].
Greek Monotonic
καλλικρήδεμνος: ὁ, ἡ (κρήδεμνον), αυτός που έχει ωραίο κάλυμμα κεφαλιού, σε Ομήρ. Οδ.