κατάκλισις: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de se coucher;<br /><b>2</b> état d’une personne couchée.<br />'''Étymologie:''' [[κατακλίνω]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de se coucher;<br /><b>2</b> état d’une personne couchée.<br />'''Étymologie:''' [[κατακλίνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατάκλῐσις:''' -εως, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> κάνω κάποιον να κατακλιθεί, να καθίσει στο [[τραπέζι]], σε Πλάτ.· <i>ἡ κ. τοῦ γάμου</i>, γαμήλιο [[τραπέζι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> (από την Παθ.), [[συμμετοχή]] κάποιου σε [[δείπνο]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 23:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάκλῐσις Medium diacritics: κατάκλισις Low diacritics: κατάκλισις Capitals: ΚΑΤΑΚΛΙΣΙΣ
Transliteration A: katáklisis Transliteration B: kataklisis Transliteration C: kataklisis Beta Code: kata/klisis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A making one to lie down, seating him at table, opp. ὑπανάστασις, Pl.R.425b, Arist.EN1165a28; ἡ κ. τοῦ γάμου the celebration of the marriage feast, Hdt.6.129.    II (from Pass.) lying at table, sitting at meat, Arist.Pol.1336b9,21; παρά τινι Pl.Smp.175e; τὸ σχῆμα τῆς κ. Plu.2.679f, cf. Porph.Abst.2.61.    2 way of lying in bed, τὴν κ. ποιείσθω ἐπὶ τὴν ὑγιᾶ γνάθον Hp.Art.33, cf.Prog.3 (pl.).    b taking to one's bed, of a sick person, Id.Epid.4.31, J.AJ4.8.33, etc.    c causing one to take to his bed, i. e. striking with disease, PMag.Par.1.2496.    d Astrol., horoscope cast at the hour when a patient takes to his bed, Gal.19.529, Cat.Cod.Astr.1.20, 8(4).57.

German (Pape)

[Seite 1354] ἡ, das Niederlegen, sich Hinlegen, zu Bette; τοῦ γάμου, das Beilager, Her. 6, 129; zu Tische, πολλοῦ τιμῶμαι τὴν παρὰ σοὶ κατάκλισιν Plat. Conv. 175 e; κατακλίσεις καὶ ὑπαναστάσεις Rep. IV, 425 b, wie Arist. Eth. 9, 2, bei Tische den Aelteren einen höheren Platz einräumen; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκλῐσις: -εως, ἡ, τὸ νὰ κάμῃ τίς τινα νὰ κατακλιθῇ ἢ νὰ καθίσῃ παρὰ τὴν τράπεζαν, τιμὴν ἀποδοτέον τῷ πρεσβυτέρῳ ὑπαναστάσει καὶ κατακλίσει καὶ τοῖς τοιούτοις, = μὲ τὸ νὰ ὑπανίστανται ἐκ τῆς ἕδρας αὐτῶν πρὸ τῶν πρεσβυτέρων καὶ νὰ καθίζωσιν αὐτοὺς εἰς τὴν καλλιτέραν θέσιν τῶν συμποσίων, Πλάτ. Πολ. 425Β∙ σιγάς τε τῶν νεωτέρων παρὰ πρεσβυτέροις καὶ κατακλίσεις καὶ ὑπαναστάσεις Ἀριστ. Ἡθ. Ν. 9. 2, 9∙ ἡ κ. τοῦ γάμου, ἡ εὐωχία κατὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ γάμου, Ἡρόδ. 6. 129. ΙΙ. (ἐκ τοῦ κατακλίνεσθαι), τὸ καθῆσθαι παρὰ τὴν τράπεζαν, ἤτοι ἐπὶ δεῖπνον, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 9 καὶ 11∙ παρά τινι Πλάτ. Συμπ. 175Ε. 2) τρόπος τοῦ κατακλίνεσθαι ἐπὶ τῆς κλίνης, π. χ. ἐπὶ γνάθον Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799, πρβλ. Προγν. 37∙ ἡ ἐν τῇ νοσηλείᾳ κ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 33.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de se coucher;
2 état d’une personne couchée.
Étymologie: κατακλίνω.

Greek Monotonic

κατάκλῐσις: -εως, ἡ,
I. κάνω κάποιον να κατακλιθεί, να καθίσει στο τραπέζι, σε Πλάτ.· ἡ κ. τοῦ γάμου, γαμήλιο τραπέζι, σε Ηρόδ.
II. (από την Παθ.), συμμετοχή κάποιου σε δείπνο, σε Πλάτ.